Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Η ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ ΤΗΣ … ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ

Πήραμε το παρακάτω ενδιαφέρον email - άρθρο από τον Δ.Μαρτίνη
Είμαστε μάρτυρες μιας ανηλεούς επίθεσης οικονομικών συμφερόντων κατά της οικονομίας της χώρας μας, αλλά και κατά των οικονομιών άλλων Ευρωπαϊκών χωρών.
Την επίθεση οργανώνουν και εξαπολύουν οικονομικοί εκβιαστές, κερδοσκόποι που πάντως αντλούν «νομιμοποίηση» από την κυριαρχία που «απένειμαν» στις αγορές οι εθνικοί μας ηγέτες και οι «υπερεθνικές» συσσωματώσεις στις οποίες αυτοί μας οδήγησαν. Μία κυριαρχία που την υπέθαλψαν και την επέβαλαν οι κυβερνήσεις των ισχυρών κρατών, στο όνομα της «ελευθερίας των αγορών» και μιάς απροσδιόριστης «οικονομικής ανάπτυξης».
Είναι βέβαιο ότι οι περιβόητες αγορές, όπως φαίνεται και από τα κερδοσκοπικά παίγνια που ενορχηστρώνουν, δρούν «εναρμονισμένα» και σε βάρος των εθνικών οικονομιών. Αυτό το κάνουν στο όνομα της υποτιθέμενης οικονομθκής ανάπτυξης από την οποία η κοινωνία των πολιτών δεν φαίνεται να εισπράττει κανένα μερίδιο. Αντίθετα , στο όνομά της , προκύπτουν απαιτήσεις για «θυσίες» και βάρη, τα οποία μετακυλίονται στις πλάτες των πολιτών. Λίγοι «παίκτες», φαίνονται να επωφελούνται σκανδαλωδώς, παρά τις συνεχείς και αλλεπάλληλες παραχωρήσεις στο «τοτέμ» των αγορών.
Εκείνο που σταδιακά , αλλά δυστυχώς καθυστερημένα, φαίνεται να ξεκαθαρίζει είναι ότι το «παιχνίδι» ούτε εύκολο είναι ούτε σύντομο.
Έχει πολλές παρτίδες και ποντάρει πολύ στο δέος που θα δημιουργήσει στους πολλούς και στο βαθμό που ο φόβος θα κρατήσει κρυμμένη την φοβερή «μπλόφα». Όσο οι πολίτες δεν το αντιληφθούν τόσο περισσότερες πιθανότητες οι αγορές να «μαζέψουν» το τραπέζι! Αξίζει να δούμε το παιχνίδι, παρτίδα-παρτίδα για να αντιληφθούμε τι μας συμβαίνει και προς τα πού πάμε.
Ας θυμηθούμε λοιπόν.
Αρχικά υπήρχαν τα πολλά εθνικά κράτη που παρενέβαιναν αποφασιστικά στα «στημένα» των αγορών και εφάρμοζαν την ισχύ τους (νομοθεσία) για να αποτρέπουν τα καταστρεπτικά «κόλπα» των αγοραίων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με την πτώση του «τείχους» ακούστηκε για πρώτη φορά ο αλαλαγμός των αγορών για της επερχόμενη … ελευθερία και την παγκόσμια ευτυχία! Πολλοί αγκιτάτορες της «πολιτικής σκέψης», συντάχθηκαν με τον εσμό των αγορών και πάσχισαν με κάθε τρόπο να μας πείσουν ότι το τέλος της ιστορίας έφθασε και είναι ώρα να «παραδοθούν» οι εθνικές κυριαρχίες στον νέο επικυρίαρχο του κόσμου, τις αγορές, που θα διαχειριστούν τις τύχες μας με γνώση και αποτελεσματικότητα.
Γοργά-γοργά άρχισαν να μπαίνουν οι βάσεις για το σπουδαίο εγχείρημα με την επιτάχυνση των διαδικασιών ολοκλήρωσης των συνθηκών για το παγκόσμιο εμπόριο (γνωστότερο ως «γύρος» της Ουρουγουάης) , προκειμένου για την απελευθέρωση των συνθηκών του διεθνούς εμπορίου, που θα βοηθούσε τάχα τις φτωχές χώρες να διαθέτουν τα γεωργικά (κυρίως) και τα άλλα τους προϊόντα, πιο εύκολα και έτσι να ανέβαζαν το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών τους. Θεάρεστη η πρόθεση.
Όμως φαίνεται να ξεχάσαμε ότι ο δρόμος προς την «κόλαση» είναι στρωμένος με τέτοιες προθέσεις.
Επειδή όμως όσο υπήρχαν διαφορετικά κράτη, οι διαδικασίες «συνεννόησης» ήταν δύσκολες και χρονοβόρες, η επιλογή (κυρίως για το βασικό πρόβλημα που ήταν η Ευρώπη, λόγω κουλτούρας και ισχυρής κοινωνικής στάθμης)ήταν να προκύψουν «ενσωματώσεις» στις οποίες τα κυρίαρχα κράτη θα παρέδιδαν σταδιακά (για να μην «θορυβηθούν οι Ευρωπαίοι κυρίως πολίτες), εθνικά δικαιώματα , κάτι που θα δέσμευε στη συνέχεια τα εθνικά κοινοβούλια να υπαναχωρήσουν. Έτσι , στις αρχές του 1990 η Ετρώπη οδηγήθηκε στην γνωστή Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Μία συνθήκη που πολλοί «είδαν» με πολύ επιφύλαξη σκεπτόμενοι τα μελλούμενα.
Κονδυλοφόροι κάθε λογής και κυρίως μεγάλων συγκροτημάτων του Τύπου (που εξαγοράζονταν σταδιακά από μεγιστάνες του πλούτου) αρθρογραφούσαν αναφανδόν για την ανάγκη να επιτύχει το νέο εγχείρημα που τόσα υπόσχονταν για την παγκόσμια ανάπτυξη και την πρόοδο της οικονομίας.
Έτσι κατάφεραν τα εθνικά κοινοβούλια (ενώ απέφυγαν την προσφυγή στην ψήφο των Λαών διά δημοψηφισμάτων) να ζέψουν τους Λαούς σε συσσωματώσεις, όπως αυτή της Ενωμένης Ευρώπης (στην αρχική της μορφή).
Η Ευρωπαϊκή ενοποίηση προέβλεπε την σταδιακή ανάληψη συνεχώς περισσότερων αρμοδιοτήτων από μία διορισμένη Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που θα αποτελούσε, την γνωστή και ως Κομισιόν, την Ευρωπαϊκή Κυβέρνηση. Της εξόπλισαν με πλήθος αρμοδιοτήτων και ισχυρές δυνατότητες, σε αντίθεση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που στον καιρό αυτής της διαμόρφωσης ήταν περίπου διακοσμητικό όργανο και άλλοθι για την καταστρατήγηση της δημοκρατικής έκφρασης των εθνικών κοινωνιών.
Οδηγηθήκαμε στις αρχές του 2000, με αυτόν τον τρόπο στην Οικονομική και Νομισματική Ενοποίηση (ΟΝΕ) των Ευρωπαϊκών Κρατών – Μελών που συμμετείχαν στη διαμόρφωση της συνθήκης του Μάαστριχτ, αρχικά, υλοποιώντας όμως μόνο το σκέλος που αφορούσε την οικονομική και νομισματική πολιτική (που ήταν και η πραγματική επιδίωξη των πρωταγωνιστών) αφήνοντας για το αδιευκρίνιστο μέλλον την Κοινωνική Συνοχή και την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Άμυνα.
Αφού η βασική επιδίωξη είχε κατορθωθεί, τα υπόλοιπα ήταν χρήσιμα μόνο για να «αποκοιμίσουν» τους ανυποψίαστους και βομβαρδισμένους από τους δημοσιογράφους, πολίτες.
Η περίφημη ΟΝΕ του Μάαστριχτ, εξοπλίστηκε στη συνέχεια με τις «ρυθμίσεις» μιάς νέας συνθήκης, τη Συνθήκη της Λισαβόνας, με την οποία αποκτήσαμε μόλις πρόσφατα νέα υπερεθνικά όργανα, Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υπουργό Εξωτερικών, οι οποίοι βεβαίως δεν εκλέγονται από τους Λαούς αλλά από τους συσχετισμούς και τις δοσοληψίες στο Ευρωκοινοβούλιο και ασφαλώς δεν απολογούνται στους Λαούς αλλά «φυλάσσονται» με ασφάλεια, μακριά τους. Ακόμα εμφανίζονται προσεκτικοί γιατί προφανώς δεν θέλουν να ξεσηκώσουν το ξύπνημα των Ευρωπαίων πολιτών.
Αυτή η καλά «οργανωμένη» δομή, αφού ουδόλως δεν φαίνεται να καταβάλει προσπάθειες , τουλάχιστον αποτελεσματικές, για την Κοινωνική συνοχή, κινείται και δρα υπέρ της κατίσχυσης των νόμων των «αγορών» ακόμη και σε βάρος των εθνικών κοινωνιών των Κρατών-Μελών, υπό το πρόσχημα ότι διαφυλάσσουν όσα οι προγενέστερες συνθήκες καθόρισαν (δηλαδή ο «γύρος» της Ουρουγουάης και η Κοινή Αγροτική Πολιτική-ΚΑΠ- που ψηφίστηκε από την γραφειοκρατία των Βρυξελλών). Όμως από τα προαπαιτούμενα των Συνθηκών εννοούν μόνο όσα αφορούν την Οικονομική και Νομισματική Ένωση.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των «δράσεων» είναι ότι, ο βασικός λόγος με βάση τον οποίο οι Εθνικές Κοινωνίες πείσθηκαν να αποδεχθούν αυτές τις επιλογές, δηλαδή η άνοδος του επιπέδου ζωής, η παραγωγή περισσότερου πλούτου (που εντέχνως απέκρυβαν τον τρόπο διανομής του), οι καλύτερες συνθήκες κοινωνικής ασφάλειας (που πολύ πονηρά άφηναν να εννοούν οι πολίτες), ουδόλως επιβεβαιώνονται στην πράξη.
Αντίθετα , ενώ οι πολίτες υφίστανται συνεχή καταπίεση με συνθήκες τύπου «Σέγκεν», διαρκή απώλεια ασφαλιστικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, αυξανόμενη ανεργία και απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων («ελαστική» εργασία), οι « Έχοντες και κατέχοντες» αυξάνουν με απίστευτους ρυθμούς τα υπερκέρδη τους εξασφαλίζοντας τεράστιες απολαβές στους αξιωματούχους (των μη εκλεγμένων από τους Λαούς) των Βρυξελλών, που πρόθυμα έχουν αναλάβει το ρόλο της κατατρομοκράτησης των πολιτών της Ευρώπης.
Οι τελευταίοι μοιάζουν παραδομένοι , προς το παρόν τουλάχιστον, «στις ορέξεις των «παιχνιδιάρηδων» των αγορών απολαμβάνοντας μακάρια την αποθησαύριση του πλούτου των Λαών, που βέβαια ελάχιστα η καθόλου δεν ωφελήθηκαν ούτε καν στον Τρίτο και υπανάπτυκτο κόσμο, στο όνομα του οποίου υποτίθεται ότι οργανώθηκαν οι παγκόσμιες συμφωνίες του τύπου του «Γύρου της Ουρουγουάης» κά.
Σήμερα, 20 χρόνια μετά την Συνθήκη του Μάαστριχτ, η Ευρώπη και οι Λαοί της συνεχίζει να μετρά προστιθέμενες πληγές. Η διεθνής και παγκόσμια οικονομία αυξάνει ευνοώντας τους ισχυρούς και ξεγυμνώνοντας τους πολίτες.
Η ασφάλεια των πολιτών έχει μετατραπεί σε φόβο και πανικό αλλά οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών και όχι μόνο εξακολουθούν να μας αποκοιμίζουν με δήθεν περισπούδαστες οικονομικές αναλύσεις και υποσχέσεις για μία μελλοντική οικονομική ανάπτυξη (πότε και για ποιους άραγε;), παραπέμποντάς μας αόριστα προς το μέλλον."

Δεν υπάρχουν σχόλια: