1. Η πολιτική διαφθορά, ως «ανάρμοστη σχέση μεταξύ αγοράς και πολιτικής», δηλαδή ως διαπλοκή, κατέστη μέρος της πολιτικής κουλτούρας. Κουλτούρα της διαφθοράς και κουλτούρα του δημόσιου βίου (συμ)πορεύονται.
Ως «μη φαινόμενο» (άδηλο, αόρατο) φαινόμενο, η διαφθορά είτε εξελίσσεται προς τα πάνω σε διαπλοκή και σκάνδαλο, ή γενικεύεται προς τα κάτω σε «ρουσφέτια επιβίωσης».
2. Ιστορικά, ο όρος διαφθορά απέκτησε διαφορετικές έννοιες και οδήγησε σε διαφορετικούς συνειρμούς (ηθικούς, κοινωνικούς, θεσμικούς). Άλλοτε συνδέθηκε με τα Καθεστώτα, άλλοτε με τα Συντάγματα, άλλοτε με την (πρώιμη) νεωτερικότητα.
Η ιστορικότητα του φαινομένου της διαφθοράς δεν ακολουθείται όμως από μια συγκεκριμένη ποινική αντιμετώπιση. Το «έγκλημα διαφθοράς» δεν έχει ακόμα τυποποιηθεί ως τέτοιο.
Η παλαιά και η νέα, η μικρή και η μεγάλη, η δομική και η περιστασιακή διαφθορά, αποδίδονται στη γραφειοκρατία, στην αδιαφάνεια των θεσμικών λειτουργιών και γενικότερα στη διάβρωση της δημοκρατίας.
Κοινός παρονομαστής: η κατάχρηση δημόσιας εξουσίας για ένα ιδιωτικό όφελος, που θέτει συχνά σε κίνδυνο το δημόσιο συμφέρον.
Κοινά κριτήρια: οι νομικοί ορισμοί, το δημόσιο συμφέρον και οι αντιλήψεις της κοινής γνώμης.
Να σημειωθεί ότι η άποψη του κόσμου εξαρτάται από οικογενειακές παραδόσεις (amoral familists), από πελατειακές σχέσεις, από εργασιακές πρακτικές, από πολιτειακές/ πολιτισμικές αντιλήψεις.
Η ανοχή των πολιτών λειτουργεί «ως πλυντήριο συνειδήσεων». Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε τον κρίσιμο ρόλο των ενδιάμεσων ομάδων (intermediary groups), που δημιουργούν ειδική κοινωνική και οικονομική συνείδηση.
3. Η διαφθορά υπερβαίνει λοιπόν το ατομικό έγκλημα και αναγορεύεται σε μέγιστο κοινωνικό πρόβλημα. Οι σύγχρονες καπιταλιστικές δημοκρατικές κοινωνίες έχουν προσβληθεί από μια δομική διαφθορά, η οποία άλλοτε λειτουργεί παράλληλα κι άλλοτε αντίθετα με τους θεσμούς της Πολιτείας.
Σε κάθε περίπτωση, η διαφθορά καθρεφτίζει τη σύγκρουση αξιών (clash of values): αξίες δημοκρατίας, αξίες αγοράς. Η εμπορευματοποίηση των αξιών (προνόμια, ολιγαρχία κ.λπ.) κατισχύει των νόμων και των κανόνων και διαβρώνει την κοινωνία και την Πολιτεία.
Η πολιτική ελίτ δεν «ιδρώνει» ιδιαίτερα με τις παράνομες οικονομικές ενισχύσεις (επ’ ανταλλάγματι).
Το επενδυτικό ρίσκο και η καινοτομία, ο ανταγωνισμός και η αποδοτικότητα, εκλαμβάνουν τη διαφθορά ως ανάχωμα απέναντι στην κακή πολιτική. Κι αυτό, διότι η διαφθορά προϋποθέτει δόλο και συμπαιγνία, αλλά και μια αντίληψη ότι στο «κάτω–κάτω δεν βλάπτει κανέναν».
Χωρίς αιδώ και χωρίς αίσθηση δικαίου, οι τεχνικές ηθικής ουδετεροποίησης είναι εύκολος δρόμος αυτο–δικαίωσης (π.χ. «όλοι το κάνουν», «οι άλλοι φταίνε»).
Ενώ η διαφθορά εθεωρείτο αρχικά «προδοσία της ευθύνης προς το δημόσιο συμφέρον», στη συνέχεια μετεξελίχθη σε παράνομο, παρεκκλίνοντα, ανήθικο μηχανισμό της εξουσίας, με στόχο αφενός την κάλυψη των θεσμικών κενών (machine politique) κι αφετέρου την απόκτηση πολιτικού οφέλους (ή και εξυπηρέτηση εθνικού συμφέροντος).
Η κοινωνική ανοχή του σχηματισμού και της λειτουργίας τέτοιων δικτύων δεν οδηγεί μόνο στην πελατοποίηση και την ευνοιοκρατία, αλλά καταλήγει στην παράκαμψη της επίσημης πολιτικής εξουσίας.
Τα αόρατα νήματα της εξουσίας και οι ευκαιρίες πρόσβασης και εκμετάλλευσης των δικτύων, η επιρροή των lobbies, η διαπλοκή και οι πελατειακές σχέσεις, δεν συγκροτούν ευκαιριακό πλαίσιο ανεντιμότητας διαφθορέα και διεφθαρμένου, αλλά ένα άτυπο πολιτικό σύστημα, το οποίο είναι ταυτόχρονα και δίκτυο κοινωνικο–οικονομικής διαφθοράς (με κύρια χαρακτηριστικά το κέρδος, την εξουσία και την ομερτά).
Η εξουσία, η πολιτική φαυλότητα και η διαφθορά, οι κλίκες, οι καταχρήσεις, η ευνοιοκρατία, η ρουσφετολογία, ο χρηματισμός, κινούνται στο πλαίσιο των «παράνομων σχέσεων», των σχέσεων συνενοχής, δηλαδή της αποσάθρωσης των πολιτικών και κοινωνικών δομών.
Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της αποσάθρωσης είναι ότι οι δράστες–δημόσια πρόσωπα απορρίπτουν τον ηθικό χαρακτηρισμό και δικαιολογούν (ίσως και να «νομιμοποιούν») τις πράξεις τους, αποδίδοντάς τες σε «γενική δυσλειτουργία», ή σε «σφάλμα», ή σε «κοινωνική χρησιμότητα». Εντάσσουν δηλαδή τη διαφθορά στις νόμιμες κοινωνικές λειτουργίες και σ’ ένα νέο πολιτικό ήθος.
Αυτή είναι η κουλτούρα της διαφθοράς. Μια στρέβλωση των αξιών: δημόσιοι λειτουργοί και πολίτες που αποκτούν σταδιακά μια ιδιόρρυθμη «συνείδηση δικαίου» όταν διαφθείρουν ή διαφθείρονται.
Γράφει ο Γ. Πανούσης για το metarithmisi.gr
Ως «μη φαινόμενο» (άδηλο, αόρατο) φαινόμενο, η διαφθορά είτε εξελίσσεται προς τα πάνω σε διαπλοκή και σκάνδαλο, ή γενικεύεται προς τα κάτω σε «ρουσφέτια επιβίωσης».
2. Ιστορικά, ο όρος διαφθορά απέκτησε διαφορετικές έννοιες και οδήγησε σε διαφορετικούς συνειρμούς (ηθικούς, κοινωνικούς, θεσμικούς). Άλλοτε συνδέθηκε με τα Καθεστώτα, άλλοτε με τα Συντάγματα, άλλοτε με την (πρώιμη) νεωτερικότητα.
Η ιστορικότητα του φαινομένου της διαφθοράς δεν ακολουθείται όμως από μια συγκεκριμένη ποινική αντιμετώπιση. Το «έγκλημα διαφθοράς» δεν έχει ακόμα τυποποιηθεί ως τέτοιο.
Η παλαιά και η νέα, η μικρή και η μεγάλη, η δομική και η περιστασιακή διαφθορά, αποδίδονται στη γραφειοκρατία, στην αδιαφάνεια των θεσμικών λειτουργιών και γενικότερα στη διάβρωση της δημοκρατίας.
Κοινός παρονομαστής: η κατάχρηση δημόσιας εξουσίας για ένα ιδιωτικό όφελος, που θέτει συχνά σε κίνδυνο το δημόσιο συμφέρον.
Κοινά κριτήρια: οι νομικοί ορισμοί, το δημόσιο συμφέρον και οι αντιλήψεις της κοινής γνώμης.
Να σημειωθεί ότι η άποψη του κόσμου εξαρτάται από οικογενειακές παραδόσεις (amoral familists), από πελατειακές σχέσεις, από εργασιακές πρακτικές, από πολιτειακές/ πολιτισμικές αντιλήψεις.
Η ανοχή των πολιτών λειτουργεί «ως πλυντήριο συνειδήσεων». Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε τον κρίσιμο ρόλο των ενδιάμεσων ομάδων (intermediary groups), που δημιουργούν ειδική κοινωνική και οικονομική συνείδηση.
3. Η διαφθορά υπερβαίνει λοιπόν το ατομικό έγκλημα και αναγορεύεται σε μέγιστο κοινωνικό πρόβλημα. Οι σύγχρονες καπιταλιστικές δημοκρατικές κοινωνίες έχουν προσβληθεί από μια δομική διαφθορά, η οποία άλλοτε λειτουργεί παράλληλα κι άλλοτε αντίθετα με τους θεσμούς της Πολιτείας.
Σε κάθε περίπτωση, η διαφθορά καθρεφτίζει τη σύγκρουση αξιών (clash of values): αξίες δημοκρατίας, αξίες αγοράς. Η εμπορευματοποίηση των αξιών (προνόμια, ολιγαρχία κ.λπ.) κατισχύει των νόμων και των κανόνων και διαβρώνει την κοινωνία και την Πολιτεία.
Η πολιτική ελίτ δεν «ιδρώνει» ιδιαίτερα με τις παράνομες οικονομικές ενισχύσεις (επ’ ανταλλάγματι).
Το επενδυτικό ρίσκο και η καινοτομία, ο ανταγωνισμός και η αποδοτικότητα, εκλαμβάνουν τη διαφθορά ως ανάχωμα απέναντι στην κακή πολιτική. Κι αυτό, διότι η διαφθορά προϋποθέτει δόλο και συμπαιγνία, αλλά και μια αντίληψη ότι στο «κάτω–κάτω δεν βλάπτει κανέναν».
Χωρίς αιδώ και χωρίς αίσθηση δικαίου, οι τεχνικές ηθικής ουδετεροποίησης είναι εύκολος δρόμος αυτο–δικαίωσης (π.χ. «όλοι το κάνουν», «οι άλλοι φταίνε»).
Ενώ η διαφθορά εθεωρείτο αρχικά «προδοσία της ευθύνης προς το δημόσιο συμφέρον», στη συνέχεια μετεξελίχθη σε παράνομο, παρεκκλίνοντα, ανήθικο μηχανισμό της εξουσίας, με στόχο αφενός την κάλυψη των θεσμικών κενών (machine politique) κι αφετέρου την απόκτηση πολιτικού οφέλους (ή και εξυπηρέτηση εθνικού συμφέροντος).
Η κοινωνική ανοχή του σχηματισμού και της λειτουργίας τέτοιων δικτύων δεν οδηγεί μόνο στην πελατοποίηση και την ευνοιοκρατία, αλλά καταλήγει στην παράκαμψη της επίσημης πολιτικής εξουσίας.
Τα αόρατα νήματα της εξουσίας και οι ευκαιρίες πρόσβασης και εκμετάλλευσης των δικτύων, η επιρροή των lobbies, η διαπλοκή και οι πελατειακές σχέσεις, δεν συγκροτούν ευκαιριακό πλαίσιο ανεντιμότητας διαφθορέα και διεφθαρμένου, αλλά ένα άτυπο πολιτικό σύστημα, το οποίο είναι ταυτόχρονα και δίκτυο κοινωνικο–οικονομικής διαφθοράς (με κύρια χαρακτηριστικά το κέρδος, την εξουσία και την ομερτά).
Η εξουσία, η πολιτική φαυλότητα και η διαφθορά, οι κλίκες, οι καταχρήσεις, η ευνοιοκρατία, η ρουσφετολογία, ο χρηματισμός, κινούνται στο πλαίσιο των «παράνομων σχέσεων», των σχέσεων συνενοχής, δηλαδή της αποσάθρωσης των πολιτικών και κοινωνικών δομών.
Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της αποσάθρωσης είναι ότι οι δράστες–δημόσια πρόσωπα απορρίπτουν τον ηθικό χαρακτηρισμό και δικαιολογούν (ίσως και να «νομιμοποιούν») τις πράξεις τους, αποδίδοντάς τες σε «γενική δυσλειτουργία», ή σε «σφάλμα», ή σε «κοινωνική χρησιμότητα». Εντάσσουν δηλαδή τη διαφθορά στις νόμιμες κοινωνικές λειτουργίες και σ’ ένα νέο πολιτικό ήθος.
Αυτή είναι η κουλτούρα της διαφθοράς. Μια στρέβλωση των αξιών: δημόσιοι λειτουργοί και πολίτες που αποκτούν σταδιακά μια ιδιόρρυθμη «συνείδηση δικαίου» όταν διαφθείρουν ή διαφθείρονται.
Γράφει ο Γ. Πανούσης για το metarithmisi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου