Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Άγιοι Ανάργυροι... Πολιτιστικό Σταυροδρόμι

Από το http://www.agan.gov.gr/web/guest/agioianargyroi 
Ανδρέας Α. Μηλιώνης


Οικονομολόγος - Ερευνητής Τοπικής Ιστορίας




Εισαγωγικά


Δύο λόγια για τον πολιτισμό και για τον πολιτιστικό χώρο.

Από γλωσσολογική άποψη ως πολιτισμός ορίζεται το σύνολο των υλικών και πνευματικών φαινόμενων που χαρακτηρίζουν μια κοινωνική ομάδα.

Από την άποψη της κοινωνικής ανθρωπολογίας, της φιλοσοφίας και γενικότερα των επιστημών, ως πολιτισμός ορίζεται η συνολική κοινωνική κληρονομιά μιας ομάδας ανθρώπων. Ο όρος αναφέρεται στο ολοκληρωμένο πρότυπο της ανθρώπινης γνώσης, των πεποιθήσεων και της συμπεριφοράς.

Σύμφωνα με αυτό τον ορισμό ο πολιτισμός συνίσταται στη γλώσσα, στις ιδέες, στις πεποιθήσεις, στα ήθη, στα έθιμα, στα ταμπού, στους κώδικες, στους θεσμούς, στα εργαλεία, στις τεχνικές, στα έργα τέχνης, στις τελετές, τελετουργίες και στις άλλες πολιτιστικές δραστηριότητες, ακόμη και στις συνήθειες που έχoυν αποκτήσει τα μέλη της κοινωνίας στην οποία αναφερόμαστε.



Η συμπεριφορά, οι αξίες, τα ιδεώδη και οι πεποιθήσεις του ατόμου επηρεάζονται από τον πολιτισμό, στο πλαίσιο του οποίου ζει. Το άτομο μπορεί να προσαρμοστεί και να ζήσει σε άλλους, διαφορετικούς πολιτισμούς, να τους γνωρίσει ή και να τους μεταφέρει από τη μια περιοχή στην άλλη. Η συνέχεια και η ανάπτυξή του πολιτισμού εξαρτάται από την ικανότητα του ανθρώπου να τον κατανοεί, να τον βιώνει και να μεταβιβάζει τη γνώση του στις επόμενες γενεές.


Πολιτιστικός χώρος είναι η γεωγραφική μονάδα οι κάτοικοι της οποίας έχουν κοινά πολιτιστικά πρότυπα και χαρακτηριστικά, και παρόμοιο τρόπο διαβίωσης. Η περίπτωση της πολιτιστικής συγκρότησης των Αγίων παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί μέχρι την τρίτη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα ο χώρος τους ήταν ουσιαστικά ακατοίκητος ενώ οι πληθυσμοί που τον περίβαλλαν διαφοροποιούνταν σημαντικά μεταξύ τους.



Ο χώρος, ο χρόνος, οι άνθρωποι



Σε ένα Οδηγό της Αθήνας του 1907 συναντάμε την πρώτη αναφορά στην περιοχή μας: «Άγιοι Ανάργυροι απέχοντες των Αθηνών ώρα 1. Κάτοικοι 10». Σαφώς δεν πρόκειται για οικισμό αλλά για αγροτική τοποθεσία στη νότια άκρη του κτήματος της Αμαλίας που πήρε το τοπωνύμιό της από το ομώνυμο ναΐδριο.
Ένα σύντομο οδοιπορικό στο χώρο στις αρχές της δεκαετίας του ’20.

  • Στο βορειοδυτικό τμήμα του Λεκανοπεδίου, πριν τη δημιουργία των Αγίων Αναργύρων υπήρχαν τρεις αγροτικοί οικισμοί: Κάτω Λιόσια, Άνω Λιόσια και Καματερό. Οι «προ-παππούδες τους» είχαν έλθει στην Αττική από το Άρμπερον, (σημ: περιοχή της αρχαίας Ιλλυρίας) κατά την περίοδο της κυριαρχίας των Καταλανών, όπως είχαν κάνει, χιλιάδες χρόνια πριν, οι Πελασγοί, αγρότες κι αυτοί.

Τα ίδια περίπου ισχύουν και για το Μενίδι. Οι «σκληροτράχηλοι» - σύμφωνα με τον Αριστοφάνη - Αχαρνείς, κατά τη διάρκεια του ελληνικού μεσαίωνα εμπλουτίστηκαν με νέους πληθυσμούς που αποτελούνταν από νομάδες και γεωργούς. Φάρες με πατριαρχική δομή, κλειστές και έντονα εσωστρεφείς.
Με το πέρασμα του χρόνου μεγάλο τμήμα της περιοχής περιήλθε στην κατοχή τους.

  • Νότια υπήρχαν κτήματα Αθηναίων μεγαλονοικοκυραίων που δεν κατοικούσαν στην περιοχή. Κάποιοι από αυτούς, ανάμεσά τους και δυο – τρεις ξένοι, τα αγόρασαν για επένδυση, χωρίς συγκεκριμένη επιχειρηματική προοπτική. Άλλοι τα απέκτησαν με προικοσύμφωνα. Ο μεγαλοαστός δεν γίνεται αγρότης. Εκμίσθωναν τις ιδιοκτησίες τους σε νησιώτες καλλιεργητές. Ερχόντουσαν μόνο για να εισπράξουν το νοίκι ή το συμφωνημένο γεώμορο. Αργότερα τα πούλησαν. Οι μέχρι τότε καλλιεργητές, Ανδριώτες, Ναξιώτες, Τζιώτες, έγιναν οι νέοι ιδιοκτήτες.

Άλλοι άνθρωποι αυτοί. Χαρούμενοι, απλοϊκοί, καταδεκτικοί, εργατικοί. Ήλθαν στην Αθήνα στο γύρισμα του αιώνα, λόγω της φτώχειας που μάστιζε στα νησιά εκείνα τα χρόνια. Η είσοδός τους στην περιοχή των Αγίων ήταν μια αργόσυρτη διαδικασία δεκαετιών.


  • Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, ανατολικά του Κηφισού δημιουργήθηκαν οι προσφυγικοί συνοικισμοί, της Νέας Φιλαδέλφειας και της Νέας Χαλκηδόνας και λίγο πιο κάτω, νοτιοδυτικά, το Περιστέρι. Οι προσφυγικές κοινωνίες είχαν εντελώς διαφορετική σύνθεση και πολιτιστική συγκρότηση από τους αγροτικούς πληθυσμούς που προαναφέραμε. Οι πρόσφυγες, έμποροι γάρ, ήσαν άνθρωποι κοινωνικοί, μορφωμένοι, εξευγενισμένοι, πολύ πιο αστικοποιημένοι από τους παλιοελλαδίτες.



Οι άνθρωποι που βλέπουν τα τρένα να περνούν



Παρατηρήστε τον πολεοδομικό ιστό των Αγίων. Η πόλη σε όλο το μήκος της ακολουθεί την κατεύθυνση των σιδηροδρομικών γραμμών. Για την ακρίβεια εφάπτεται, «κολλάει» επάνω τους.
Μοιάζει παράξενο. Κι όμως δεν είναι.
Υπάρχει μια παράξενη σχέση ανάμεσα στους κατοίκους των Αγίων και στα τρένα. Οι σιδηροδρομικές γραμμές κόβουν την πόλη στα τρία. Όμως αυτή αναπτύχθηκε κατά μήκος τους, λες και όλοι αυτοί που ζουν στο χώρο της θέλουν να βρίσκονται κοντά στις ράγες, να κολλάνε σε αυτές, για να ακούν το αγκομαχητό του τραίνου. Για ένα αιώνα και πλέον ο ήχος των μηχανών «ακομπανιάρει» τους ρυθμούς της πόλης. Είναι ένας ήχος οικείος, βιωματικός σχεδόν, που φθάνει μέχρι και το τελευταία σπίτια της. Τα βράδια του καλοκαιριού, που οι κάτοικοι κοιμούνται με τα παράθυρα ανοιχτά, νανουρίζονται από αυτόν: «ντουκ – ντουκ», «ντουκ – ντουκ»…
Η λέξη γραμμές μπήκε στο λεξιλόγιο της πόλης, έγινε τοπωνύμιό της. Λέμε: «πριν περάσεις τις γραμμές», «ανάμεσα στις γραμμές», «μετά τις δεύτερες γραμμές», «στο γεφυράκι κάτω από τις γραμμές».
Χωρίς αμφιβολία, τα τραίνα ισχυροποιούν την πολιτιστική ταυτότητα της πόλης. Όμως το κόστος γι αυτήν είναι βαρύ. Κλεισμένη από τον Κηφισό, το ρέμα της Καναπιτσερής, κομμένη στα τρία από τις γραμμές ΣΠΑΠ, ΣΕΚ, τη γραμμή Λαυρίου η πόλη των Αγίων είναι η πόλη των τραίνων. Δυο σταθμοί, αμαξοστάσια, υπόγειες κι επίγειες διαβάσεις, γέφυρες, μπάρες, φυλάκια, Νωπές είναι ακόμα οι εικόνες από τα ορύγματα - νεκροταφεία με τα σιδερένια κουφάρια των ατμομηχανών και τα ξεχαρβαλωμένα βαγόνια.
Οι γραμμές χάραξαν στο πρόσωπό της πόλης βαθιές ρυτίδες. Γι αυτούς που την κατοικούν οι Άγιοι είναι μια πόλη χωρισμένη στα τρία. Για όλους τους άλλους μια «ενδιάμεση» στάση, μια πόλη διαβατική, ένα πέρασμα στην επαρχιακή Ελλάδα.


Οι ψηφίδες συνενώνονται


Η πρώτη συμπαγής κοινωνική ομάδα που εμφανίζεται στους Αγίους είναι οι Μυκονιάτες.
Από τις κοντινές συνοικίες της Αθήνας, τα Σεπόλια και τον Κολωνό, ανέβηκαν στα Θυμαράκια, στον Άτλαντα και πιο πάνω ακόμη, πέρασαν τις Τρεις Γέφυρες «χτίζοντας και σοβαντίζοντας» όπως αφηγούνται, για να βρουν φτηνή γη. Ήρθαν κι έδεσαν στους Αγίους. Δεν έχτισαν μερικά σπίτια αλλά μια ολόκληρη παροικία στην πόλης μας, φέρνοντας ο ένας τον άλλο σε αυτή.
Η περίπτωση των Λευκορώσων που ήλθαν στην πόλη μας στα τέλη της τρίτης δεκαετίας, επιβεβαιώνει τη λαϊκή ρήση «όπου γης και πατρίς». Η αγκαλιά της πόλης μας άνοιξε και γι αυτούς. Με μπαλαλάικες και ακορντεόν κάθε σύναξή τους ήταν ένα αξιοθέατο πολιτιστικό γεγονός.
Τα δημοτολόγια της Κοινότητας άνοιξαν το 1935, οκτώ χρόνια μετά την ίδρυσή της. Σε αυτά καταγράφονται 364 οικογένειες και οι τόποι καταγωγής τους. Στο κοινωνικό μείγμα της πόλης των Αγίων συμμετέχουν:


Τόπος καταγωγής
Αριθμός
οικογενειών
Ποσοστό στον
τοπικό πληθυσμό
Αιγαιοπελαγίτες
82
22,5%
Κρήτες
59
16,2%
Πελοποννήσιοι
56
15,4%
Πρωτεύουσα, Αττική, Αργοσαρωνικός
54
14,8%
Μικρασιάτες
46
12,7%
Στερεοελλαδίτες & Ευβοιώτες
27
7,4%
Επτανήσιοι
23
6,3%
Θεσσαλοί
10
2,7%
Ηπειρώτες, Μακεδόνες, Θρακιώτες
7
2,0%
ΣΥΝΟΛΟ            364                  100,0%






Τα πρώτα κύτταρα πολιτιστικής έκφρασης δημιουργούνται με βάση τον κοινό τόπο καταγωγής. Τα υπαίθρια γλέντια πλέκουν τον κοινωνικό ιστό της πόλης. Οι νέοι μπαίνουν στο παιχνίδι του έρωτα. Κάνουν τη βόλτα τους στο «νυφοπάζαρο» της οδού Μενιδίου, τραγουδούν καντάδες, συμμετέχουν σε γιορτές λαϊκής μαντείας όπως ο Κλήδονας, οργανώνουν εκδρομές με κάρα και φορτηγά στις κοντινές παραλίες.

Δεν λείπουν οι παραστάσεις του θεάτρου σκιών, τα κουκλοθέατρα, οι περιοδεύοντες θίασοι, οι πλανόδιοι Κουταλιανοί και οι θαυματοποιοί που δίνουν πολιτιστικά(;) ερεθίσματα σε μια κοινωνία που μπορεί να ζει «χωρίς άρτο», όχι όμως «χωρίς πολιτιστικές εκδηλώσεις και θεάματα».





Γαλανόλευκος πολιτισμός με μελανόχρωμα στίγματα…


Οι πρώτες επίσημες εκδηλώσεις πραγματοποιούνται στο χώρο του 1ου, και μοναδικού τότε, Δημοτικού Σχολείου της πόλης. Το περιεχόμενό τους έχει να κάνει με απαγγελίες και σκετς για τους ήρωες του ’21 και τις μεγάλες στιγμές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Η ύψωση του λάβαρου στην Αγία Λαύρα, το κρυφό σχολειό, ο χορός του Ζαλόγγου αποτελούν τα αγαπημένα θέματα της εκπαιδευτικής κοινότητας. Ο γιορτασμός της 25ης Μαρτίου δεν είναι η μοναδική επέτειος. Η δεκαετία του ’30 σημαδεύεται από τη δικτατορία του Μεταξά. Από το 1937 μέχρι και το ’40, η επέτειος της 4ης Αυγούστου γιορτάζεται με πυρσούς και φανφάρες.

Η συμμετοχή των νέων της πόλης είναι υποχρεωτική με την τριπλή ιδιότητα, του μαθητή του δημοτικού και κατηχητικού σχολείου και του μέλους της Ε.Ο.Ν. Η ιδεολογία της 4ης Αυγούστου - τους θέλει να παρελαύνουν με μηχανικό βηματισμό και ευθυτενές βλέμμα. Ο χαιρετισμός γίνεται με παρατεταμένο το χέρι (το μελανόχρωμο σκηνικό αποτυπώνεται στις φωτογραφίες της Έκθεσης). Στις πανηγυρικές ομιλίες εξαίρονται τα επιτεύγματα του καθεστώτος και το έργο «του πρώτου εργάτη και Κυβερνήτη Ιωάννη Μεταξά». Τα δημόσια κτίρια στολίζονται περικαλλώς με δάφνες και φοινικόφυλλα από τα δενδροκομεία της πόλης.
- «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα;…»



«Ήμασταν όλοι …για τα πανηγύρια!»

Δεν ήταν απλά θρησκευτικές γιορτές, αλλά μεγάλες λαοσυνάξεις με εμπορικές, πολιτιστικές προεκτάσεις και γαστρονομικές απολαύσεις βεβαίως. Για τους κατοίκους της πόλης η 30η Ιουνίου και η 25η Ιουλίου παραμονές της γιορτής των Αγίων Αναργύρων και της Αγίας Παρασκευής, πέρα από το θρησκευτικό περιεχόμενό τους, προσέφεραν ευκαιρίες για γλέντια τρικούβερτα με λαοφιλείς καλλιτέχνες της εποχής. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Βαγγέλης Περπινιάδης, ο Ηρακλής Παπασιδέρης, ο Ηλίας Παπαγεωργίου, ο Δημήτρης Ζάχος, ο Γιώργος Μητσάκης, η καλλιτεχνική παρτνέρ του, συντοπίτισά μας, Άννα Χρυσάφη, βασίλισσα τότε του λαϊκού πάλκου και ο δεξιοτέχνης κλαριντζής Βασίλης Μπατζής είναι μερικοί από αυτούς που εμφανίστηκαν στο μεγάλο πανηγύρι των Αγίων, που κρατούσε δυο και τρεις μέρες. Η κατάφυτη από ελαιόδεντρα σημερινή πλατεία γινόταν μια τεράστια ψησταριά που η τσίκνα της απλωνόταν από τις Τρεις Γέφυρες μέχρι τον Πύργο της Αμαλίας. Όλα τα μαγαζιά μετατρέπονταν σε υπαίθριο εστιατόρια. Το καφενείο του Καρβούνη, η «Λαϊκή Αγορά» του Πολύκαρπου, το κρεοπωλείο του Μανούκου, το κρασοπουλειό του Μάρκου, το «Κοσμικό» του Χασάπογλου, το κέντρο του Αχιλλέα, το καφενείο του Κούτα, κ.α., όλοι διεκδικούσαν τη μερίδα του λέοντος από ντόπιους και διερχόμενους, προσκυνητές και μη, φιλόθρησκους και γλεντζέδες. Έμοιαζε το πανηγύρι των Αγίων με αυτά που γίνονται σήμερα στα κεφαλοχώρια της επαρχίας. Πολλοί, ερχόντουσαν την παραμονή, από τα γύρω χωριά, με έτοιμα φαγητά, και νταμιτζάνες, έστρωναν κουβέρτες και την επομένη, ανήμερα της γιορτής, προσκυνούσαν την εικόνα των Αγίων και γυρνούσαν στα σπίτια τους.




Κοσμικά κέντρα στις Τρεις Γέφυρες


Τη δεκαετία του ’30 αλλά και μετά τον πόλεμο, η «απόδραση» από το λεκανοπέδιο ήταν μια υπόθεση για λίγους. Δεν υπήρχαν καλοί δρόμοι και τα Ι.Χ. αυτοκίνητα ήσαν ελάχιστα. Η πτήση για τη νυχτερινή διασκέδαση είχε χαμηλό βεληνεκές. Ο Βοτανικός, η Κολοκυνθού, το τέρμα Πατησίων, οι Τζιτζιφιές ήσαν οι πιάτσες με τις περισσότερες ταβέρνες και τα κέντρα νυχτερινής διασκέδασης.

Στα «must» των ξενύχτηδων ήσαν οι Τρεις Γέφυρες. Την ημέρα το τοπίο είχε μια όψη εξωτική, καθώς το ποτάμι κυλούσε κάτω από τη γραφική πέτρινη γέφυρα. Τα ανθοκήπια και οι θεόρατοι φοίνικες συνέθεταν ένα εκπληκτικό σκηνικό, με τα πιο λαμπερά χρώματα της φύσης. Το βράδυ τα χρώματα άλλαζαν. Καθώς το αχνό φως του φεγγαριού έπεφτε πάνω στις φυλλωσιές των φοινίκων δημιουργούσε εικόνες ανατολίτικες, εξωτικές, μυστηριακές.

Εστιατόρια, θερινά σινεμά, οικογενειακές ταβέρνες κέντρα με προγράμματα, σώου και βαριετέ για όλα τα γούστα, έδιναν κοσμοπολίτικους τόνους στο εξωτικό σκηνικό. Ο χώρος γύρω από τα κέντρα γέμιζε λιμουζίνες, σούστες και ιπποκίνητα λαντώ. Το μαγαζί του Καρυστινού, το πρώτο της κατηγορίας του, έδινε ξεχωριστή αίγλη στην περιοχή. Υψηλών προδιαγραφών, συχνά παρουσίαζε διεθνείς ατραξιόν και παγκοσμίως γνωστούς καλλιτέχνες (Κατερίνα Βαλέντε). Άλλα κέντρα όπως του Μπούκλια, του Κακανικάκη, η «Φαντασία» αργότερα, έκαναν την περιοχή των Τριών Γεφυριών έναν από τους πιο αγαπημένους προορισμούς της κοσμοπολίτικης Αθήνας.




Η άλλη όψη. Ο τεκές του Γραβαρά στη Λεωφόρο Μενιδίου


«‘Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε πίνουν οι μάγκες ναργιλέ» λέει ένα γνωστό ρεμπέτικο. Την εποχή που γράφτηκε η λεωφόρος Μενιδίου γνώριζε μεγάλες πιένες και ο τεκές του Γραβαρά στους Αγίους ήταν στις δόξες του. Στο μαγαζί αυτό αναφέρεται στην «Αυτοβιογραφία» του (έκδοση 1978) ο μεγάλος δάσκαλος του ρεμπέτικου τραγουδιού Μάρκος Βαμβακάρης, που καθώς φαίνεται ήταν τακτικός θαμώνας του.

«…Ο Γραβαράς είναι τώρα πέντε έξι χρόνια που πέθανε. Ήτανε παλικάρι όμως, παλικάρι που δεν λεγότανε. Ήτανε από ένα νησί των Κυκλάδων, από τη Μύκονο. Ο οποίος ήτανε διαρρήκτης που δεν λεγότανε. Από τους πρώτους. Μεγάλος. Είχαμε κάνει και μαζί φυλακή με τον Γραβαρά, στην Παλιά Στρατώνα. Τον γνώρισα τον άνθρωπο. Ησυχότατος άνθρωπος, κύριος, με όλα αυτά που συζητάμε…»
Πιο κάτω, στο ίδιο βιβλίο, η περιγραφή του τεκέ από τον Μάρκο Βαμβακάρη.

«Είπαμε υπήρχαν πολλοί τεκέδες, αλλά εκείνος που ήτανε η κορωνίδα των τεκέδων ήτανε του Γραβαρά, απάνω στην Αθήνα, εκεί στην οδό Αγίων Αναργύρων, εκεί που πάμε προς το Μενίδι. Είχε χτίσει ένα χτήμα εκεί, το ‘χε πάρει ο ίδιος και το ‘κανε ευπρεπισμένο. Εκεί πέρασε όλη η Αθήνα…».

Για τον τεκέ του Γραβαρά έχουν ακουστεί πάρα πολλά, που δυστυχώς δεν καταγράφηκαν. Λέγεται ότι την προπολεμική περίοδο ήταν ένα από τα καλύτερα μαγαζιά στο είδος του, πιάνο - μπαρ με τον φημισμένο «Αράπη», έναν από τους καλύτερους σόλο πιανίστες που εμφανίστηκαν στα νυκτερινά κέντρα της Αθήνας. Το μαγαζί ήταν στέκι επωνύμων καλλιτεχνών, πολιτικών, βιομηχάνων και είχε καλή φήμη.

Όμως, την περίοδο της κατοχής, όταν στην εξουσία αναδύθηκαν τα υποπροϊόντα του πολιτικού υπόκοσμου, το μαγαζί έγινε στέκι μαυραγοριτών, χασικλήδων και άλλων κακοποιών στοιχείων που είχαν βρει τον τρόπο να περνάνε καλά, τα δύσκολα εκείνα χρόνια. Ο τεκές έκλεισε το 1947 ύστερα από ένα άγριο έγκλημα με δράστη τον ιδιοκτήτη του.



Νεανικά σκιρτήματα
 

Ο πόλεμος τελείωσε. Η κοινωνία προσπαθεί να βρει το βηματισμό της. Η εκδρομή της Αιμιλίας και του Μέλιου γίνεται επτά ημέρες πριν την έναρξη του εμφυλίου. Η σημείωση στο πρόγραμμα της εκδρομής είναι αποκαλυπτική: Οι νέοι και στα πιο δύσκολα θα βρουν τον τρόπο να διασκεδάσουν.



ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Εκδρομή της Αιμιλίας και του Μέλιου Κυριακή, 24/3//1946, τόπος: Πύργος της Αμαλίας



Συγκέντρωση: Ώρα 7,30 στις Τρεις Γέφυρες. Αναχώρηση: Ώρα 8,00 ακριβώς με τα πόδια. Επιστροφή: Ώρα 7,00 ακριβώς. Ο Σύλλογος έχει λάβει κάθε μέτρο και μέριμνα, ώστε σε περίπτωση κακοκαιρίας να μην εμποδιστεί η εκδρομή. Με την ευκαιρία της Εθνικής Εορτής η δις Καίτη Ελευθεριάδου θα μας μιλήσει σχετικά. Ακόμα θα απαγγελθούν ποιήματα. Αρχηγός της εκδρομής θα είναι ο Μάρκος Σ. Ζουγανέλης και ο Μέλιος Μπούτσικος.

Σημείωση: Ο Σύλλογος παρακαλεί τους κ. κ. εκδρομείς όπως αποφύγουν κάθε πολιτική εκδήλωση. Η Γεν. Γραμματέας Α. Κωστοπούλου


Τα studio της Φίνος Φιλμ


Τι έκανε τον Φιλοποίμενα Φίνο να επιλέξει τους Αγίους για την εγκατάσταση των Στούντιο της Finos Film;
Ήταν μια τυχαία επιλογή; Μια απλή σύμπτωση μήπως ή;…

Ο Φίνος ήταν από τους τελειομανείς εκείνους ανθρώπους που προγραμματίζουν τα πάντα. Από τον κανόνα αυτό δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση μια τόσο σημαντική απόφαση, όπως η επιλογή του χώρου που αυτός και οι συνεργάτες του θα ξεδίπλωναν το δημιουργικό τους δαιμόνιο. Οι Άγιοι Ανάργυροι, λόγω θέσης, εξασφάλιζαν εύκολη συγκοινωνιακή πρόσβαση στο κέντρο και στην επαρχία. Επί πλέον, διέθεταν, μέσα σε ένα σχετικά περιορισμένο χώρο, μια απίστευτη ποικιλία από φυσικά πλάνα για εξωτερικά γυρίσματα: Ανθοκήπια, ελαιώνες, περιβόλια με πλινθόκτιστες καλύβες, μαγγανοπήγαδα, στέρνες, ποτάμια, σιδηροδρομικές γραμμές, σταθμούς τρένων, παραδοσιακά κτίσματα, «σφιχτό» αστικό τοπίο με στενά σοκάκια, γραφικά ταβερνάκια, μεγάλα εργοστάσια (301), επιβλητικά κτίσματα όπως η βίλλα Μέρλα και το «Τυράδικο» της Α.Β.Ε.Π.Ε.Τ.

Φύση και άνθρωποι είχαν στήσει στην περιοχή των Αγίων ένα φυσικό σκηνικό ικανό να εξυπηρετήσει και το πιο απαιτητικό σενάριο.

Το 1957, ο πατριάρχης του Ελληνικού κινηματογράφου ανακάλυψε στο κτήμα Καλλέρη στου Κοκκινόπουλου, τον ιδανικό χώρο για τα σύγχρονα Στούντιο της Finos Film, μεταφέροντας το κέντρο των παραγωγών του στους Αγίους. Το 90% της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής της «χρυσής δεκαετίας» του ’60, που η εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή ξεπερνούσε τις 100 ταινίες το χρόνο, έγινε στα στούντιο της Finos Film στους Αγίους.

Σε πολλά εξωτερικά γυρίσματα παρουσιάζεται το φυσικό περιβάλλον και κτίρια της περιοχής. Στην ταινία «Στεφανία» με τη Ζωή Λάσκαρη, το «τυράδικο» της Α.Β.Ε.Π.Ε.Τ., γίνεται γυναικεία φυλακή – αναμορφωτήριο. Στο πηγάδι που υπήρχε στην είσοδο του στούντιο γυρίζονται οι ρομαντικές σκηνές. Στην ταινία «Κοινωνία ώρα μηδέν» (1966) ο Νίκος Κούρκουλος σπριντάρει καταδιώκοντας τους «κακούς» στο θεοσκότεινο χωματόδρομο της Νικολάου Πλαστήρα.

Η συμμετοχή στα γυρίσματα γνωστών αστεριών του ελληνικού σινεμά αναστάτωνε τη ζωή της μικρής συνοικίας. Οι πιτσιρικάδες παρακολουθούσαν τους αγαπημένους τους πρωταγωνιστές σκαρφαλωμένοι στα δέντρα, γύρω από το στούντιο.

Τα στούντιο της Finos Film στους Αγίους έκλεισαν το 1971. Μαζί τους έκλεισε το σημαντικότερο πλάνο της ζωής του Φίνου και του ελληνικού κινηματογράφου, που φέρνει την υπογραφή του.



Από τον Σπύρο Κούζαρο στον Θανάση Σπυρόπουλο


Πριν την εδραίωση του κινηματογράφου ως μέσου μαζικής ψυχαγωγίας, στις λαϊκές συνοικίες και τις γειτονιές της πρωτεύουσας ο Καραγκιόζης είχε μια πολύ σημαντική θέση στην ψυχαγωγία των λαϊκών τάξεων. Το κοινό του Καραγκιόζη ήσαν άνθρωποι απλοί, της πιάτσας, μικροεπαγγελματίες, εργάτες, χαμάληδες, περιθωριακοί, κάθε ηλικίας και των δύο φύλων. Οι περιπέτειες και τα βάσανά τους μεταφέρονταν στον ασπρόμαυρο καραγκιοζμπερντέ. Η αγανάκτησή τους ταυτιζόταν μ’ αυτή του Καραγκιόζη, γιατί το κράτος δεν έδινε ελπίδα και λύση στα προβλήματά τους, που εκείνα τα χρόνια δεν είχαν τελειωμό…

Ο καραγκιόζης εκλαϊκεύτηκε πλατιά. Σ’ αυτό βοήθησε η φαντασία και η ικανότητα των δημιουργών του να αντλούν σενάρια από την επικαιρότητα, την κλασσική δραματουργία και να εμπλουτίζουν το ρεπερτόριό τους. «Ο ληστής Πάντσο Βίλλα», «Ο Παναγής από τα Μέγαρα», «Ο φόνος του Αθανασόπουλου», «ο Μιμίκος και η Μαίρη», ακόμη και αρχαίες τραγωδίες όπως «Ο Οιδίπους Τύραννος» ή κλασσικά έργα ξένων λογοτεχνών όπως «Ο Ρομπέν των Δασών» προσαρμόστηκαν στο πανί του Καραγκιόζη.

Στην πόλη μας έζησε για πολλά χρόνια ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες καραγκιοζοπαίχτες και λαϊκούς ζωγράφους της μεταπολεμικής περιόδου, ο Σπύρος Κουζής, ευρύτατα γνωστός και ως Κούζαρος, που υπηρέτησε για πολλά χρόνια, με συνέπεια και αυθεντικότητα, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εκφάνσεις της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, το θέατρο σκιών.

Η σχέση του Κούζαρου με τον Καραγκιόζη υπήρξε μια «μονόδρομη σχέση» πλούσιας πνευματικής και πολιτιστικής προσφοράς, χωρίς αντίκρισμα από την επίσημη πολιτεία, αφού ο Σπύρος Κούζαρος έφυγε αθόρυβα, ξεχασμένος από τους επίσημους και αξιωματούχους του «διαχρονικού σεραγιού», όπως και πολλοί άλλοι μεγάλοι καλλιτέχνες του τόπου μας.

Όσο κι αν προσπάθησαν κάποιοι να ξεριζώσουν από την ψυχή του νεοέλληνα τον Καραγκιόζη, ο κόπος τους υπήρξε μάταιος.

Η παρουσία ενός δεξιοτέχνη καραγκιοζοπαίχτη της νέας γενιάς στην πόλη μας, του Θανάση Σπυρόπουλου, αυτό δείχνει.

Το παλιό σκηνικό του σεραγιού και της καλύβας έχει πολλά κοινά με το νέο: Τις επαύλεις από τη μια και τα αυθαίρετα από την άλλη. Μάχιμο στοιχείο του λαϊκού μας πολιτισμού ο Καραγκιόζης θα υπάρχει όσο υπάρχουν πλούσιοι και φτωχοί, αεριτζήδες και βιοπαλαιστές, λαμόγια και μπεσαλήδες.



Οι Τοπικοί Σύλλογοι


Οι Τοπικοί Σύλλογοι (Εξωραϊστικοί, Καλλωπιστικοί, Εκπολιτιστικοί) δημιουργούνται από την ανάγκη αντιμετώπισης των προβλημάτων που προκύπτουν κατά τις πρώτες φάσεις της συγκρότησης και ανάπτυξης των συνοικιών. Καθήκοντά τους η οργάνωση και βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, η επέκταση των δικτύων ύδρευσης, ηλεκτροδότησης και συγκοινωνίας, η κατασκευή έργων οδοποιίας και αντιπλημμυρικής προστασίας, η κατοχύρωση αδόμητων χώρων από καταπατητές, για τη δημιουργία κοινωφελών υποδομών. Η προσφορά εθελοντικής εργασίας είναι μια συνήθης καταστατική υποχρέωση των μελών τους. Πέρα από τις δραστηριότητες αυτές που συνοδεύονται με εκκλήσεις, διαβήματα και παραστάσεις «προς την κεντρική εξουσία και προς πάσαν αρμοδίαν αρχήν», η ανέγερση ναού για τη δημιουργία ενορίας, η παροχή βοηθημάτων και εξυπηρετήσεων σε αναξιοπαθούντα άτομα της περιοχής και η ανάπτυξη πολιτιστικών και φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων εν γένει απορροφούν σημαντικό μέρος της δραστηριότητας των Τοπικών Συλλόγων και νομιμοποιούν την παρουσία τους και στους πλέον δύσπιστους.

Οι πρώτοι σύλλογοι στους Αγίους δημιουργούνται στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Στο βαρύ κλίμα της εποχής τα δικαιώματα του «συνέρχεσθαι και συναθροίζεσθαι» τελούν υπό των έλεγχο των αρμοδίων αστυνομικών αρχών και της ασφάλειας. Αυτός είναι ο λόγος που πολλές φορές τα αιτήματα διατυπώνονται σε τόνο παρακλητικό. Ο συντάκτης επικαλείται τα φιλάνθρωπα αισθήματα του αποδεκτή:

«Η διατήρηση και νομιμοποίηση των αυθαιρέτων κτισμάτων των πτωχών βιοπαλαιστών της συνοικίας μας επιβάλλεται για λόγους ανθρωπιστικούς» ή «Υποβάλλοντας το παρόν υπόμνημα προς υμάς κε Υπουργέ και γνωρίζοντας τα φιλάνθρωπα αισθήματά σας παρακαλούμε να επιδείξετε το αμέριστο ενδιαφέρον σας, δια μίαν εισέτι φοράν, για τους άπορους κατοίκους της συνοικίας μας».

Για ευνόητους λόγους στις ονομασίες των συλλόγων εκφράζεται ένα πνεύμα θρησκευτικής προσήλωσης: Φιλοπρόοδος και Εξωραϊστικός Σύλλογος «Αγία Παρασκευή» (Ανάκασα), Εξωραϊστικός Σύλλογος «Ο Άγιος Τρύφων» (συνοικία Κοκκινόπουλου), Σύλλογος «Ο Άγιος Ανδρέας» (Μυκονιάτικα), Επιμορφωτικός Σύλλογος «Η Ανάληψη» (Ανάληψη, Αγ. Παρασκευής).

Σε κάποιες περιπτώσεις είναι εξόχως γραφική η σχέση των λαμπρών ονομάτων με την καθόλου λαμπερή καθημερινότητα: «Ο Σύλλογος «Άγιος Ανδρέας» διαμαρτύρεται για τους ξεχειλισμένους βόθρους της συνοικίας μας».

Η πολιτιστική και ψυχαγωγική δραστηριότητα των συλλόγων τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας τους βρίσκει μεγάλη ανταπόκριση, καθώς η Κοινότητα δεν διέθετε οργανωμένο πολιτιστικό φορέα και οι δυνατότητες για ψυχαγωγικές εκδηλώσεις ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Οι σύλλογοι οργάνωναν εκδρομές, παραστάσεις θεάτρου σκιών, αλλά και χοροεσπερίδες με λαχειοφόρες αγορές για τη συγκέντρωση πόρων με σκοπό την εκτέλεση μικρών έργων στις συνοικίες τους.

Μετά το 1960, ιδιαίτερα μετά τις καταστρεπτικές πλημμύρες το Δεκέμβρη του 1961, το πολιτικό στοιχείο μπαίνει πιο έντονα στις δραστηριότητές τους. Τα διαβήματα γίνονται πιο συγκεκριμένα ενώ ολοένα και συχνότερα στηλιτεύεται η αδιαφορία των αρμοδίων και υπογραμμίζονται οι ευθύνες της πολιτείας να ανταποκριθεί «στα καυτά και ώριμα προβλήματα των κατοίκων». Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που οι αρμόδιοι παράγοντες κατηγορούνται «ως υπαίτιοι της εγκατάλειψης» και καταγγέλλονται για την «την αναλγησία τους απέναντι στα σοβαρά και χρονίζοντα προβλήματα της συνοικίας και της Κοινότητας».




Οι Εθνικοτοπικοί Σύλλογοι


Τις δυο μεταπολεμικές δεκαετίες το κύμα της φυγής από την επαρχία στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας και στο εξωτερικό πήρε μεγάλες διαστάσεις. Χωριά ολόκληρα από τα άγονα και φτωχά μέρη της υπαίθρου εγκαταλείφθηκαν. Πολλά ερήμωσαν εντελώς. Οι μικρές αγροτικές κοινωνίες τους «μεταφυτεύτηκαν» στη δυτική περιφέρεια της Πρωτεύουσας που η γη ήταν πιο φτηνή.

Ο πληθυσμός της Πρωτεύουσας από 1.137.000 κατοίκους το 1940 έφθασε τους 1.394.000 το 1951 (+ 22 %). Χρόνο με το χρόνο η μείζων Αθήνα μετατράπηκε σε μια μεγαλούπολη εσωτερικών μεταναστών: Ανθούπολη, Νέα Ζωή, Μπουρνάζι, Άγιος Φανούριος, Άσπρα Χώματα, Ραδιοφωνία, Άγιος Νικόλαος, Γεροβουνό, Ανάκασα, Αγία Παρασκευή… Είναι μερικές από τις οι «επαρχίες της Αθήνας», όπως εύστοχα θα γράψει γι αυτές ο Λευτέρης Παπαδόπουλος.

Οι νεοφερμένοι δίνουν τα ραντεβού τους στο ζαχαροπλαστείο «Λαύριο», το «Μπακάκο», το «Μπάγκειον». Άλλοι χώροι συνάντησής τους είναι τα καφενεία γύρω από την Ομόνοια, τον Άγιο Κωνσταντίνο, την πλατεία Καραϊσκάκη. Σε πολλά από αυτά φιλοξενούνται οι «εν Αθήναις Αδελφότητες». Εκεί οι επαρχιώτες της Αθήνας μαθαίνουν νέα από το χωριό, αφήνουν ή παραλαμβάνουν δέματα, δίνουν παραγγελίες, τηλεφωνούν, ζητούν η προσφέρουν δουλειά σε φίλους, συγγενείς, συμπατριώτες τους. Υπάρχουν ακόμη τέτοια καφενεία.

Τις πρώτες ημέρες της παραμονής τους στην Αθήνα οι μετανάστες βρίσκουν κατάλυμα όπου μπορούν. Σε ανήλιαγα υπόγεια, αποθήκες εργοταξίων, παραπήγματα, σε «μισό δωμάτιο» που μοιράζονται με συγγενείς και συμπατριώτες τους, στο κέντρο, στη Βάθη, στο Μεταξουργείο, στον Άγιο Παύλο, στα Σεπόλια, στον Κολωνό.

Περνούν αρκετοί μήνες, έως ότου προσαρμοστούν στις κλίμακες και στον τρόπο ζωής της Πρωτεύουσας. Θα τους βοηθήσουν πάλι οι συγγενείς και συγχωριανοί, που έχουν προηγηθεί.

Στην απογραφή του 1951 ο πληθυσμός των Αγίων υπερβαίνει κατά 3 χιλιάδες τον αντίστοιχο των Νέων Λιοσίων, (8.416 έναντι 5.460 κάτοικοι). Το πρώτο κύμα των εσωτερικών μεταναστών κατευθύνεται σε περιοχές που είναι κοντά στους τόπους εργασίας και έχουν καλύτερη πρόσβαση στα συγκοινωνιακά μέσα. Τα εργοστάσια του Περισσού, της Νέας Χαλκηδόνας, της Νέας Φιλαδέλφειας, των Τριών Γεφυρών δεν είναι μακριά από τους Αγίους, «μόλις ένα βήμα» γι αυτούς που στο χωριό τους έχουν μάθει να περπατούν πολύ περισσότερο μέχρι το χωράφι...



Στις περισσότερες περιπτώσεις οι νεοφερμένοι έρχονται με την παρότρυνση και μεσολάβηση συγγενών και συμπατριωτών τους, που έχουν έλθει τα προηγούμενα χρόνια. Στο διάστημα αυτό, διαμορφώνουν τον κοινωνικό τους περίγυρο, συμμετέχοντας σε οικογενειακές και κοινωνικές εκδηλώσεις (γιορτές, γάμους, βαφτίσια, αρραβώνες), που μεταφέρουν στο νέο αστικό περιβάλλον τα έθιμα, τις συνήθειες, τον πολιτισμό της ιδιαίτερης πατρίδας τους.
Σημαντική είναι η συμβολή των εθνικοτοπικών συλλόγων στα πολιτιστικά πράγματα της πόλης.

Πρώτη, το 1952, η Ένωση Κρητών. Ακολούθησαν οι Ρουμελιώτες (1963). Τις τελευταίες δεκαετίες ίδρυσαν συλλόγους οι Ναξιώτες (1987), οι Πόντιοι (1995), οι Ηπειρώτες (1997), οι Πελοποννήσιοι (1999), και πιο πρόσφατα οι Ευβοιώτες (2005), σήμερα όχι ως εσωτερικοί μετανάστες αλλά ως πολιτιστικά δρώντες συμπολίτες μας.



Μισό αιώνα με τη Φιλαρμονική


Ιδρύθηκε το 1958 κι από τότε χρωματίζει με τους ήχους της την πόλη μας. Ήταν η πρώτη φιλαρμονική στη βορειοδυτική Αθήνα και από τις πρώτες σε ολόκληρο το λεκανοπέδιο. Ξεκίνησε από το μηδέν! Κάθε αρχή και δύσκολη. Τον πρώτο χρόνο η εκπαίδευση αφορούσε μόνο στη θεωρία της μουσικής και γινόταν στο παλιό κτίριο της αστυνομίας στην Τσούμπα. Παρά τις ελλείψεις, η πρόοδό της ήταν εντυπωσιακή χάρις στο ενδιαφέρον και τη φιλομάθεια των δεκάδων μικρών μαθητών – μελών της. Αγοράστηκαν όργανα, λίγο αργότερα στολές και πηλίκια. Εντυπωσιακές ήσαν οι επιδόσεις, από τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις της (παρελάσεις, σχολικές εκδηλώσεις, θρησκευτικές γιορτές). Πλούσιο και το ρεπερτόριό της, που εκτός από την υποχρεωτική τελετουργική λίστα, περιλάμβανε και δημοτικά, έντεχνα έργα των Χατζηδάκη, Χατζηαποστόλου, Σκαλκώτα, ελαφρά, και μοντέρνα.

Για πολλά χρόνια υπήρξε η μόνη οργανωμένη καλλιτεχνική πολιτιστική προσπάθεια στην πόλη, γι αυτό και έγινε το κέντρο του πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Οφείλουμε ιδιαίτερη μνεία σε δύο από τους βασικούς συντελεστές της: στο Θανάση Δραγομάνοβιτς επαγγελματία σαξοφωνίστα στη μπάντα της αεροπορίας, που ανέλαβε το συμβουλευτικό, συντονιστικό, και οργανωτικό ρόλο στα πρώτα βήματά της, και στον τότε επισμηνία Επαμεινώνδα Γουσέτη (+) που υπήρξε ο πρώτος Αρχιμουσικός της.

Η Φιλαρμονική των Αγίων έγινε το φυτώριο μια γενιάς νέων μουσικών που τα επόμενα χρόνια διέπρεψαν ως επαγγελματίες παραγωγοί μουσικών προγραμμάτων και ως μέλη γνωστών μουσικών συνόλων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Μερικοί από αυτούς: Αντώνης, Άρης και Παναγιώτης Θεοδωρόπουλοι, Πέτρος Πολλάτος, Γιώργος Τζουπάκης, Παναγιώτης Στέφος, Κώστας και Θανάσης Μερκούρης, Αντώνης Σαργολόγος, Γιάννης Αλεξίου, κ.α.

Την τελευταία δεκαετία η Φιλαρμονική μας έκανε ένα νέο ξεκίνημα ανανεώνοντας δυναμικό της και εμπλουτίζοντάς το με νέους φερέλπιδες μουσικούς. Παράλληλα συμμετέχει με επιτυχία σε διαδημοτικά Φεστιβάλ (Φιλαδέλφεια, Λειβαδιά, Χαλκίδα κ.α.)




Η Κασταλία Κρήνη


Στο μεταίχμιο των δεκαετιών του ’50 και του ’60, οι νέοι διεκδικούν τη θέση τους στην εκπαίδευση, στη δουλειά, στον πολιτισμό. Είναι η εποχή της αμφισβήτησης. Υπαρξιστές, «μπητ» και ειρηνιστές κατακτούν τις καρδιές εκατομμυρίων νέων σε Ευρώπη και Αμερική. Στην Ελλάδα ο πολιτισμός τελεί υπό ιδιότυπη «καραντίνα». Ο Μίκης Θεοδωράκης είναι κομμένος από τα προγράμματα της κρατικής ραδιοφωνίας. Το εκπαιδευτικό σύστημα νοσεί. Η λογοκρισία φθάνει μέχρι του σημείου να απαγορεύει έργα αρχαίων κλασσικών, όπως οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη. Η νεολαία απαντά: «15% για την παιδεία» και «1 – 1 – 4» και γράφει τη δική της ιστορία. Διψασμένοι για ελεύθερη έκφραση, οι νέοι της πόλης, αναζητούν νέες πηγές γνώσης έξω από το εκπαιδευτικό πλαίσιο που όριζε με επιλεκτική αυστηρότητα το περιεχόμενο της γνώσης, την ποιότητα της μόρφωσης και του πολιτισμού. Μια τέτοια αναβλύζουσα πηγή, ήταν «Κασταλία Κρήνη», δημιούργημα των νέων της πόλης, στις αρχές της δεκαετίας του 1960.

Το καταστατικό της Κασταλίας Κρήνης στο 2ο άρθρο του (Σκοποί του Σωματείου) άρχιζε ως εξής: «Ρητώς αποκλειομένων των πολιτικών επιδιώξεων, σκοποί του συλλόγου είναι α) η εξυπηρέτησις των πνευματικών αναγκών των μελών ως και των κατοίκων και ιδία των φοιτητών και μαθητών της Κοινότητος, ως και ανάπτυξης του πνεύματος αλληλεγγύης και αμοιβαίας εξυπηρετήσεως αυτών δια της δημιουργίας βιβλιοθήκης, αναγνωστηρίου, διοργανώσεων διαλέξεων και εκθέσεων κ.λπ.

Η Κασταλία στεγάστηκε σε ένα στρατιωτικό τόλ στη θέση του σημερινού δημαρχείου, δίπλα στα γραφεία της Κοινότητας. Σε αυτό το θάλαμο που το καλοκαίρι έλιωνε από τη ζέστη και το χειμώνα γινόταν καταψύκτης στέγασε τα όνειρα και τις προσδοκίες της μια ολόκληρη γενιά, που γεννήθηκε λίγο πριν τον πόλεμο, μπόρεσε να επιβιώσει κατά τη διάρκεια της κατοχής, κατόρθωσε να σταθεί όρθια στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια και αργότερα να αποτελέσει πρότυπο προς μίμηση στις νεότερες γενιές. Η όλη προσπάθεια είχε το στοιχείο του εθελοντισμού και της ανιδιοτελούς προσφοράς.

Έτσι στήθηκε η βιβλιοθήκη, οργανώθηκαν θεατρικές παραστάσεις και εκθέσεις, πραγματοποιήθηκαν ομιλίες, έγιναν εκδρομές, δόθηκαν βραβεία σε διακρινόμενους και βοηθήματα σε άπορους μαθητές, ξεκίνησε μια συνολική πολιτιστική παρέμβαση στη ζωή της μικρής τότε κοινότητας. Η πορεία του Συλλόγου ήταν σύντομη, αφού διαλύθηκε το 1967, με την επιβολή της δικτατορίας, αρκετή όμως για να σημαδέψει την κατοπινή πορεία του Δήμου στα πολιτιστικά πράγματα.



Πειρατές στα ερτζιανά. «Ράδιο Τζιτζίκος», «Βόβας», «Ράδιο Γκαζιέρα»


Εκατοντάδες ήσαν οι ραδιοπειρατές που έκαναν ραδιοφωνικές εκπομπές τη δεκαετία του ’60 στην περιοχή της Αθήνας. Τρεις από αυτούς λειτούργησαν στην πόλη μας. Δεν μπορεί να γίνει σοβαρός λόγος για προγράμματα εκπομπών αλλά για μουσικές αφιερώσεις, μερικές με κρυπτογραφημένα μηνύματα και ψευδώνυμα όπως: «Η Μούσα στέλνει καυτά φιλιά στο αγόρι της. Απόψε δεν θα είναι στο γνωστό μέρος».

Ο σταθμός του Παναγιώτη Τζιτζίκου «Διασκεδάστε μαζί μας» λειτούργησε την τριετία 1960 – 1962 σε διπλή μπάντα μεσαία (1,380 Mc) και βραχέα (6,800 Mc). Οι αφιερώσεις γίνονταν αυτοπροσώπως, με ιδιόχειρα σημειώματα, γιατί τα περισσότερα σπίτια την εποχή δεν είχαν τηλέφωνο. Το κόστος της αφιέρωσης κυμαινόταν από 0,50 λεπτά μέχρι 1,00 δραχμή, ανάλογα με την ώρα μετάδοσης, γιατί «…η συμπλήρωση της δισκοθήκης και η κατανάλωση του ηλεκτρικού είχαν ένα διόλου ευκαταφρόνητο κόστος». Η δισκοθήκη του Τζιτζίκου ξεπερνούσε τους 2.500 δίσκους και κάλυπτε όλες τις μουσικές προτιμήσεις, από κλασσικά και αρχοντορεμπέτικα των Γούναρη και Μαρούδα, λαϊκά των Γαβαλά, Αναγνωστάκη, Ζαγοραίου, Αγγελόπουλου, Περπινιάδη, Φούλης Δημητρίου και του νεαρού τότε Στράτου Διονυσίου μέχρι αργεντίνικα ταγκό και βραζιλιάνικες σάμπες. Την περίοδο των γιορτών ο Τζιτζίκος έφερνε σε επαφή εκατοντάδες ναυτικούς όχι μόνο από τους Αγίους αλλά και από ολόκληρη την Αθήνα με τις οικογένειές τους. Ήταν η εποχή που η ανθούσα εμπορική ναυτιλία επανδρωνόταν με αμιγώς ελληνικά πληρώματα. Η μετάδοση ιατρικών συμβουλών και εκκλήσεων για αιμοδοσία ήσαν δείγματα κοινωνικής προσφοράς και ευαισθησίας.

Άλλοι πειρατικοί σταθμοί της περιοχής ήταν ο «Βόβας», λειτούργησε για μερικούς μήνες το 1961 και το «Ράδιο Γκαζιέρα» του Διονύση Ποταμίτη που λειτούργησε το 1966 και κατά διαστήματα την περίοδο της δικτατορίας, όταν σύλληψη του ραδιοπειρατή σήμαινε και βίαια προσαγωγή του για αντικαθεστωτική δράση. Το «Ράδιο Γκαζιέρα» αναμετάδοσε τις εκπομπές του σταθμού «Εδώ Πολυτεχνείο» κατά την εξέγερση των φοιτητών, το Νοέμβρη του 1973.

Η ανταπόκριση του κοινού στις εκπομπές των πειρατικών σταθμών ήταν μεγάλη, ιδιαίτερα των νέων. Όμως το μουσικο ρεπερτόριό τους καθοριζόταν από τις επί πληρωμή αφιερώσεις εφήμερων επιτυχιών που μονοπωλούσαν το πρόγραμμα, γι αυτό ήταν συχνά πληκτικό. Σε κάποιες περιπτώσεις μετεδιδαν και διαφημίσεις.




Οι Κινηματογράφοι


Τη δεκαετία του ’60 η μεγάλη οθόνη είναι το δημοφιλέστερο μέσο αναψυχής. Δεν έχει εμφανιστεί ακόμη η τηλεόραση. που τα επόμενα χρόνια θα αλλάξει τα πάντα στην ενημέρωση, στην ψυχαγωγία και στη διασκέδαση. Στα μέσα της δεκαετίας αυτής πάνω από 400 κινηματογράφοι, θερινοί και χειμερινοί, στην ευρύτερη περιοχή της Πρωτεύουσας μας συντρόφευαν «με τις καλύτερες ταινίες της εγχώριας και ξένης παραγωγής», όπως διαφήμιζαν στις προθήκες τους.

- Στα σινεμά η φτωχολογιά πέρναγε την πόρτα του παραδείσου ξεχνώντας τα προβλήματα που την ταλαιπωρούσαν …και δεν ήτανε λίγα τα προβλήματα του κοσμάκη εκείνη την εποχή. Ήτανε τόσο μεγάλος ο αριθμός τους, που κόντευε να ξεπεράσει τους φούρνους και τα περίπτερα.…

Ακόμα ακούγονται στ’ αυτιά μας οι φωνές των μικροπωλητών, που υπενθύμιζαν στο «διάλειμμα των ολίγων λεπτών», ότι το σελλιλόιντ θέαμα συνδυάζεται θαυμάσια με γεύσεις από «Σάμαλι, παστέλι, κοκ, στραγαλάκι, λιόσπορο και πασατέμπο,» και δροσερές γουλιές από «μπιράλ, φρουτάλ, σινάλκο, ταμ – ταμ…». Θυμόμαστε επίσης τις οργισμένες διαμαρτυρίες μας: «χασάπη γράμματα ρεεε…» ή «τα λεφτά μας πίσω» όταν η προβολή παρουσίαζε τεχνικά προβλήματα.

Εννέα συνολικά κινηματογράφοι, οι τέσσερις αποκλειστικά θερινοί, άλλοι τέσσερις «ντάμπλ σαιζόν» και μόνο ένας αποκλειστικά χειμερινός λειτούργησαν κατά καιρούς στους Αγίους, από το 1949 μέχρι που η τηλεόραση μπήκε στο τελευταίο σπίτι της πόλης. Δυο λόγια για τον καθένα:

Η «Ντάλια» της Βασιλικής και μετέπειτα του Ορέστη Ζουρμπουλή. Ο πρώτος και πιο μεγάλος κινηματογράφος (850 θέσεις) στην περιοχή των Αγίων, των Νέων Λιοσίων, του Καματερού, της Πετρούπολης, του Μενιδίου κ.α. Άνοιξε το καλοκαίρι του 1949, στο κέντρο της πόλης με εισιτήριο 0,50 λεπτά, φθηνότερο ακόμη και από «της μιας δραχμής τα γιασεμιά» που σκαρφάλωναν στο μανδρότοιχο και στην οθόνη της αρωματίζοντας τις καλοκαιριάτικες νύχτες.
Η βασίλισσα του καλοκαιρινού σινεμά «κατέβασε ρολά» το 1976, αφού μας χάρισε 27 μαγικά καλοκαίρια.

Ο «Ορφέας». Η θρυλική «αυγουλού» των Ορέστη Ζουρμπουλή, Θανάση Σύλια και Γιώργου Κοκάλα αργότερα. Από τους πρώτους χειμερινούς κινηματογράφους στη βορειοδυτική Αθήνα,. Λειτούργησε από το 1956 μέχρι το 1971.

Το «Ρόξυ», των Ζιάννηδων, επί της Λεωφόρου Μενιδίου, απέναντι από το ίδρυμα «Μητέρα». Το «πράσινο σινέ» των Αγίων. Η χρυσή περίοδος της λειτουργίας του ήταν η επταετία 1959 – 1966. Έκλεισε το 1974.

Η «Αθηνά». Καλοκαιρινός – χειμερινός. Κινηματογράφος με «Κ» (κεφαλαίο). Μια εξαιρετική προσπάθεια του Κυριάκου Κερασιώτη. Άνοιξε το 1962. Λειτούργησε τρεις δεκαετίες.

Το «Ίλιον», Θερινό σινεμά 700 θέσεων επί της οδού Κύπρου. Εύπεπτο πρόγραμμα προβολών με ελληνικά έργα και ιταλικές φαρσοκωμωδίες. Φθηνό εισιτήριο, για «καθαρόαιμα» λαϊκό κοινό, ακόμη και γι αυτούς που δεν μπορούσαν να διαβάσουν υπότιτλους. Λειτούργησε για 7 καλοκαίρια (1962 – 1969).

Το «Λίντο». Δώδεκα μήνες το χρόνο, χειμώνα – καλοκαίρι, Λειτούργησε από το 1965 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και σημάδεψε τα κινηματογραφικά δρώμενα της πόλης μας. Για μία δεκαετία ασυναγώνιστος, από εισπρακτικής πλευράς. Την τελευταία περίοδο της λειτουργίας του, το πρόγραμμα έγινε «ροζ» με καραβάνια «πιστών» να έρχονται από Λειβαδιά, Θήβα, Κόρινθο και Χαλκίδα, για να ανάψουν το κερί τους στην αίθουσα, και να αποθεώσουν τους λαοφιλείς πρωταγωνιστές του ελληνικού Hard Core.

Η «Αΐντα», (Καλοκαιρινός – Χειμερινός) Άνοιξε στις 12 Φλεβάρη του 1966. Παρά το ποιοτικό πρόγραμμά της η μάχη με την τηλεόραση υπήρξε άνιση!

Η «Μαρία – Έλενα», Καλοκαιρινός – Χειμερινός κινηματογράφος στα Ανάκασα του Tάσου Σταματόπουλου. Λειτούργησε για μία δεκαετία περίπου. Ήταν η απάντηση των «βορείων» στους κινηματογράφους του κέντρου. Δεν ξέφυγε όμως από την πεπατημένη τους.

Η «Ιφιγένεια» Ο τελευταίος καλοκαιρινός κινηματογράφος της πόλης, απέναντι από το 1ο Δημοτικό Σχολείο. Μικρής χωρητικότητας, 200 – 250 θέσεων, Άρχισε τις προβολές του όταν οι άλλοι κινηματογράφοι έκλειναν και η μικρή ασπρόμαυρη οθόνη είχε κατακτήσει τα λαϊκά νοικοκυριά! Λειτούργησε από το 1967 μέχρι το 1979.



Τα πρωινά στον Ορφέα (καουμπόηδες εναντίον ινδιάνων)



… Όπου οι «καλοί» καουμπόηδες κέρδιζαν πάντα τους «κακούς» ινδιάνους. Ακόμη κι όταν τα … «χλωμά πρόσωπα» βρισκόντουσαν με την πλάτη στον τοίχο το ιππικό κατέφθανε, στην πιο κρίσιμη στιγμή, και τους ξελάσπωνε.

Το ’δαμε κι αυτό. Η διαστροφή να είσαι με τη μεριά του δυνατού και να χειροκροτάς τον πιστολέρο που ξεσπίτωνε τον φουκαρά τον Τζερώνυμο. Οι προβολές αυτές γίνονταν μετά το μάθημα του κατηχητικού. Βγαίναμε από το υπόγειο της εκκλησίας ευλαβείς και θεοφοβούμενοι και μπαίναμε στη σκοτεινή αίθουσα της αυγουλούς για να βγάλουμε τα απωθημένα μας! Αυτό κι αν ήταν πολιτισμός!



«Ο πολιτισμός της πασαρέλας…»


Ο θεσμός των τοπικών καλλιστείων γνώρισε μεγάλη άνθηση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60. Από αυτούς τους «Διαγωνισμούς Καρυάτιδων» που διοργάνωναν διάφορα καλλιτεχνικά γραφεία, ανιχνευτές ταλέντων, κ.α. δεν θα μπορούσε να λείπει η πόλη των Αγίων.

Τα καλλιστεία γίνονταν στα θερινά «σινέ» και πλαισιώνονταν από ελαφρύ καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Οι ατζέντηδες υπόσχονταν λαμπρό μέλλον στις νέες που θα διακρίνονταν.

Οι Καρυάτιδες της διπλανής πόρτας προσέρχονταν στο χώρο των καλλιστείων με με πολύ τρακ και καθόλου αυτοπεποίθηση. Κάποιες με τη συνοδεία των μητέρων τους αποφάσιζαν ν’ ανεβούν στο σανίδι την τελευταία στιγμή.

Αν η μαμά αποτύγχανε να πείσει την πολλά υποσχόμενη ενζενύ να ανέβει στην πασαρέλα, ο διοργανωτής αναλάμβανε να διαλύσει κάθε διστακτικότητά της.

- Μα ωραία δεσποινίς μου, θα κλωτσήσετε την ευκαιρία της ζωής σας; Δεν είναι κρίμα με τέτοια προσόντα να είσθε στη σκιά;

Οι υποψήφιες ανέβαιναν στη σκηνή με ότι πιο ανάλαφρο μπορούσαν, σεμνά όμως για να μην προκαλέσουν κουτσομπολιά και πικρόχολα σχόλια. Στράπλες ή μίνι φούστα ήσαν οι ενδεδειγμένες επιλογές. Με ολόσωμο μαγιό η πρόκριση είχε μεγάλο ρίσκο, γιατί το «καθόλου αθώο ημίγυμνό» προσέβαλλε τα χρηστά ήθη του κοινού.

Η όλη διαδικασία διαρκούσε δύο με διόμισυ ώρες. Οι συμμετοχές συνήθως δεν ξεπερνούσαν τις 7-8, αν και ενίοτε «παρεισέφρυαν» σε αυτές κοπέλες από άλλες συνοικίες. Στην κριτική επιτροπή συμμετείχαν καλλιτέχνες και τοπικοί παράγοντες. Μις αναδεικνυόταν αυτή που αποσπούσε τα περισσότερα παλαμάκια του κοινού. Στις νικήτριες απονέμονταν μικρά δώρα, όπως καλλυντικά γνωστών οίκων, πιστολάκια για χτένισμα, κ.α. αξεσουάρ.

Στις πέντε - έξι φορές που έγιναν τοπικά καλλιστεία, στην πασαρέλα της Ντάλιας παρέλασαν μερικές από τις πιο όμορφες υπάρξεις των Αγίων. Κάποιες είδαν τις προσδοκίες τους να ευωδόνονται. Άλλες έμειναν με το όνειρο. Τα πιο λαμπερά αστέρια ήσαν η Άννα Μ. (δυο φορές πρώτη Μις Αγίων Αναργύρων) και η μικρή Πίτσα Τ., που αργότερα πήρε μέρος με επιτυχία και σε πανελλαδικά καλλιστεία.



Spiders, Tornados, Generations



Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η γενιά που γεννήθηκε στα αποκαΐδια του πολέμου κάνει τη δική της επανάσταση ενάντια στο «κλαψιάρικο» ανατολίτικο λαϊκό τραγούδι. Όπλο της η «εισαγόμενη» ποπ–ροκ μουσική που γνωρίζει μεγάλη άνθηση στη χώρα μας. Αγγλοσαξωνικοί ήχοι και οργισμένο ύφος αλλά και ποπ μελωδίες ενάντια στον καρσιλαμά και το ζεϊμπέκικο. Η διαφορά απέναντι στο λαϊκό κατεστημένο είναι εμφανής και στο ντύσιμο. Πολλά από τα σχήματα εμφανίζονται επί σκηνής με κουστούμι και γραβάτα ή σπορ αμπιγέ, σε αντίθεση με το ατημέλητο ρεμπέτικο και μάγκικο ντύσιμο. Δεκάδες μουσικά νεανικά γκρούπ ξεφυτρώνουν στην Πρωτεύουσα, τα περίχωρα της και στα αστικά κέντρα της επαρχίας. Άλλα διαλύονται εν τη γενέσει, άλλα ζουν μερικά χρόνια ή μετασχηματίζονται. Οι Άγιοι Ανάργυροι, έχοντας ένα αξιόλογο μουσικό φυτώριο στη δημοτική φιλαρμονική, συμμετέχουν στη νέα πραγματικότητα, που γίνεται μόδα και αναδεικνύει τα δικά της είδωλα.

Ολύμπιανς, Τσάρμς, Άϊντολς, Φόρμινκς κυριαρχούν στην κεντρική μουσική σκηνή. Από τα συγκροτήματα της πόλης μας ξεχωρίζουν οι «Spiders», οι «Generations» και οι «Τornadors».

Οι «Spiders» (αράχνες) ιδρύθηκαν τον Οκτώβρη του 1965. Το μουσικό συγκρότημα αποτελείτο από τους: Διονύση Γιακουμέλο (1943) σόλο τραγούδι – κιθάρα, Νάσο Φλαγκάκη (1948) ντραμς – σόλο τραγούδι, Βασίλη Κολοκοτρώνη (1946) μπάσο - τραγούδι και Κώστα Γιακουμέλο (1946) ακομπανιαμέντο – τραγούδι. Αργότερα στο γκρουπ προστέθηκε ο αρμονίστας Πωλ Λουκόπουλος (1948). Οι Spiders ήσαν το αγαπημένο ποπ – ροκ συγκρότημα των νέων της πόλης. Στο ρεπερτόριό τους συμπεριλαμβάνονταν επιτυχίες των Μπητλς, των Ρόουλλινγκ Στόουνς, των Άνιμαλς, του Ανταμό, του Σέρτζιο Εντρίνγκο κ.α. Οι συναυλίες τους στο σινέ «Λίντο» έχουν μείνει ιστορικές. Από τις μεγάλες διακρίσεις τους ήταν η κατάκτηση της 3ης θέσης στο διαγωνισμό που έγινε στο στάδιο Καραϊσκάκη, ανάμεσα σε 22 νεανικά αθηναϊκά συγκροτήματα. Οι Spiders έπαιξαν σε διάφορα νυκτερινά κέντρα, όπως η «Κουΐντα» με τον Τόνυ Πινέλλι. Ακόμη συμμετείχαν για 6 μήνες, σε μουσικά πρωινά στο «Ρεξ». Διαλύθηκαν για βιοποριστικούς λόγους περί τα τέλη του 1967.

Λίγους μήνες μετά τους Spiders εμφανίστηκαν οι «Generations» (Γενεές) ακολουθώντας παράλληλη πορεία με αυτούς. Το συγκρότημα αποτελείτο από τους Αντώνη Σαργολόγο, Νίκο Λιακόπουλο, Θανάση Μερκούρη και Παναγιώτη Δημητριάδη.

Δυναμικά ξεκίνησαν και οι «Τornadors» (Ανεμοστρόβιλοι). Στην αρχική σύνθεση του συγκροτήματος συμμετείχαν οι: Χρήστος Μαστοράκης, Νίκος Τσάκωνας, Γιώργος Αγγελίδης, Γρηγόρης Βάλιακας. Στο συγκρότημα προσχώρησαν ο Διονύσης Γιακουμέλος μετά τη διάλυση των SPIDERS και ο Σταύρος Παππάς (σόλο τραγούδι). Μετά τη στράτευσή των δύο πρώτων μελών η πεντάδα του συγκροτήματος συμπληρώθηκε από τους Αλέκο Παπασταθόπουλο και Μπάμπη Κανέλο. Οι Tornados έδωσαν συναυλίες στο «ΛΙΝΤΟ», το «ΗΡΩΔΕΙΟ» Νέας Φιλαδέλφειας και έπαιξαν επαγγελματικά στα «Αστέρια» της Γλυφάδας κ.α.

Η 24μηνη στρατιωτική θητεία ήταν η κύρια αιτία που τα ποπ – ροκ συγκροτήματα άλλαζαν συχνά σύνθεση ή διαλύονταν, καθώς συγκροτούνταν από απόφοιτους του 6τάξιου γυμνασίου, που 2 χρόνια αργότερα έπρεπε να εκπληρώσουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις.



«Μορφωτική Λέσχη» και «Πρόοδος»


Δεκάδες νέοι της πόλης, που πολιτικοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα, φοιτητές, σπουδαστές, εργαζόμενοι, ίδρυσαν κατά τη μεταπολίτευση δυο πολιτιστικές κινήσεις με σαφώς πολιτικούς προσανατολισμούς. Τη «Μορφωτική Λέσχη Αγίων Αναργύρων» στην πλατεία και την Πολιτιστική Κίνηση «Πρόοδος» στη συμβολή της Αγ. Αναργύρων με τη Σοφ. Βενιζέλου.

Μετά από μια σύντομη περίοδο ανταγωνισμού, λόγω και της έντονης κομματικοποίησης που υπήρξε την περίοδο εκείνη, οι δυο κινήσεις ένωσαν τις δυνάμεις τους αναλαμβάνοντας κοινές πρωτοβουλίες. Πραγματοποίησαν εκδρομές, διοργάνωσαν μουσικοφιλολογικές και ψυχαγωγικές εκδηλώσεις με στόχο την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου, την πολιτιστική ανάπτυξη της πόλης και την ενθάρρυνση της συμμετοχής των νέων στα κοινά.
Από τη μαγιά των δύο κινήσεων ξεπήδησε μια νέα γενιά ενεργών πολιτών που τα επόμενα χρόνια ασχολήθηκαν με τα κοινά σε τοπικό και σε ευρύτερο πολιτικό πεδίο.



Δήμος και Πολιτισμός

Πολιτιστικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις γίνονταν πάντα στην πόλη, χωρίς να συνθέτουν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα. Οι κοινοτικές και δημοτικές αρχές αναλάμβαναν την ενίσχυση σχολικών παραστάσεων και τη διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων, σε συνεργασία με εκπαιδευτικούς, εθνικοτοπικούς φορείς και εξωραϊστικούς συλλόγους, πλαισιώνοντάς τες με τη φιλαρμονική.

Το 1979, επί δημαρχίας Θανάση Δημητρίου, το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε τη δημιουργία τμήματος εκμάθησης παραδοσιακών χορών που στεγάστηκε στο 1ο Δημοτικό Σχολείο.

Η δημιουργία του Πολιτιστικού Κέντρου ως ανεξάρτητου νομικού προσώπου, λίγους μήνες αργότερα, έδωσε ώθηση στα πολιτιστικά πράγματα της πόλης καθώς συνένωσε τις διάσπαρτες μέχρι τότε δραστηριότητες. Ακολούθησαν οι καλοκαιριάτικες πολιτιστικές εκδηλώσεις «Άγιοι Ανάργυροι ’83, ’84, ’85…», κινηματογραφικές προβολές και διαλέξεις «για φλέγοντα και επίκαιρα ζητήματα» και η δημιουργία στεκιού νεολαίας.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 πάρθηκε μια σημαντική απόφαση για την ανέγερση του Πολυκέντρου, ενός χώρου που θα στέγαζε πολλαπλές δραστηριότητες καλλιτεχνικού και πολιτιστικού περιεχομένου. Με τη δημιουργία του το Δημοτικό Πολιτιστικό Κέντρο απόκτησε μόνιμη στέγη, άνοιξε νέους δρόμους και έγινε μια ζεστή φωλιά καλλιτεχνικής και δημιουργικής έκφρασης για χιλιάδες δημότες.

Το Πολιτιστικό Κέντρο «Σπύρος Αποστόλου», εγκαινιάστηκε στις 29 Ιουνίου του 1994, με απόντα τον εμπνευστή και δημιουργό του.

Στα δεκατέσσερα χρόνια της γόνιμης δράσης του αναδείχθηκε σε πρότυπο εργοτάξιο τέχνης και πολιτισμού. Ο χώρος του φιλοξενεί εκδηλώσεις και εκθέσεις πανελληνίως καταξιωμένων πολιτιστικών φορέων, καλλιτεχνών της περιοχής, πνευματικών ανθρώπων και ανεξάρτητων δημιουργών που επιθυμούν να παρουσιάσουν το έργο τους στο κοινό της πόλης.

Οι επτά τομείς με τα είκοσι τμήματα του Δ.Π.Κ. είναι: Ωδείο, Φιλαρμονική, Χορωδία (Ενηλίκων, Νέων), Θέατρο (Θεατρική Αγωγή, Ενηλίκων, Εφήβων, Παιδικό, Θεατρικό Παιχνίδι), Χορός (Μπαλέτο, Σύγχρονος, Λάτιν – Τανγκό, Παραδοσιακοί χοροί), Εικαστικά (Κεραμική, Ζωγραφική ενηλίκων, Ζωγραφική παιδιών, Σκηνογραφία, Αγιογραφία, Γραφιστική, Κούκλα και Μαριονέτα, Κόσμημα, Κεραμική, Βιτρώ, Ψηφιδωτό, κ.α.)



Η «Έκφραση»

Η έκφραση του Δημοτικού Πολιτιστικού Κέντρου είναι το μοναδικό αμιγώς πολιτιστικό περιοδικό που εκδόθηκε στην πόλη των Αγίων. Μια έντυπη κιβωτός με όλα όσα συνέβησαν στην πολιτιστική μας κυψέλη για οκτώ χρόνια. Κυκλοφόρησαν 23 τεύχη από τον Ιούνη του 1991 μέχρι τον Απρίλιο του 1999.
Το σημείωμα του τότε Δήμαρχου Σπύρου Αποστόλου στο πρώτο τεύχος μας γοητεύει:

Εκφρασθείτε! Φίλοι και φίλες, Με γοητεύει η σκέψη ότι εκ – φράζομαι θα μπορούσε να σημαίνει βγαίνω από κάποιο φράχτη, κάποια φραγή, κάποια κλεισούρα, που ως τώρα με φράζανε. Με γοητεύει επίσης η σκέψη ότι έκ - φραση μπορεί να σημαίνει, εκδηλώνομαι με φράσεις ή με μηνύματα και σήματα, λεκτικά ή άλλα.

Αν αυτό σήμαιναν το ρήμα εκφράζομαι και το ουσιαστικό έκφραση, τότε θα είμαστε ευτυχείς να το πετύχει το πολιτιστικό περιοδικό μας, η «Έκφραση», που πρωτοβγαίνει από το Πολιτιστικό Κέντρο του Δήμου μας. Έχουμε ανάγκη σ’ αυτόν τον Δήμο, σ’ αυτόν τον τόπο να εκφραστούμε, να βγούμε από τις κλεισούρες μας και τις «κλειστές» μας, να «ανοιχτούμε», να επικοινωνήσουμε.

Οι άνθρωποι του Πολιτιστικού Κέντρου «ρίχνουν» το δικό τους μήνυμα πολιτισμού με την έκδοση του περιοδικού και με όλα τα άλλα, η συνέχεια είναι υπόθεση όλων μας…

Αγιαναργυριώτες, εκφρασθείτε!

Φιλικά Ο Δήμαρχος Σπύρος Αποστόλου




H μουσική σκηνή «Δίπλα στο ποτάμι»

Η πόλη και το ποτάμι της. Βίοι παράλληλοι. Κοινή μοίρα ογδόντα χρόνων. Χωρίς αμφιβολία είναι πετυχημένη η επιλογή του ονόματος της μουσικής σκηνής «Δίπλα στο ποτάμι», που δώδεκα χρόνια τώρα δίνει βήμα σε όλες τις τάσεις και τα ρεύματα της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Πρόκειται για ένα ζωντανό πολιτιστικό κύτταρο, που αντιστέκεται συμβολικά με την παρουσία του, στην εισβολή βιομηχανικών δραστηριοτήτων και αποθηκευτικών χώρων στην παρακηφίσια ζώνη της πόλης μας.
Το γκρίζο δεν μας ταιριάζει. Καλύτερα να τραγουδάμε με τους δικούς μας, τον Μάνο Ξυδού, τον Γιώργο Γιαννόπουλο, τον Κώστα Σαρδέλη, τους «Όναρ», τους «Τσοπάνα Ρέηβ», τους «Ντομένικα», τη Θεοδοσία Στίγκα, τον Νίκο Πιπινέλη, τον Μάνο Πυροβολάκη, τον Σταύρο Ξένο, τις «Αντίρροπες έννοιες», παρά να εθιζόμαστε στη θέα των βιομηχανικών κατάλοιπων και των μικρών χωματερών, που χαλούν τη μόστρα της πόλης και προσβάλλουν την αισθητική μας.




Οι παλιοί συμμαθητές επιστρέφουν στη γενέθλια γη

Νομίζω ότι ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Άγιοι Ανάργυροι» και η Ένωση Αποφοίτων 1ου Λυκείου Αγίων Αναργύρων «1969» αποτελούν μια νέα γενιά πολιτιστικών κυττάρων με λαμπρό μέλλον και εξηγώ αμέσως γιατί:
Καθώς τα χρόνια περνούν γίνεται φανερό ότι οι εθνικοτοπικοί δεσμοί αμβλύνονται. Τα παιδιά και τα εγγόνια των εσωτερικών μεταναστών στρέφουν το ενδιαφέρον τους στην πόλη που ζούν. Ο λόγος είναι προφανής: Το δικό τους χωριό, η γενέθλια γη, το σχολειό που μάθανε τα πρώτα γράμματα, το Λύκειο που αποφοίτησαν και μπήκαν στην όμορφη περιπέτεια της ζωής, τα στέκια, οι φίλοι τους, όλα αυτά βρίσκονται εδώ στους Αγίους.
Ο δεσμός με την πόλη, παραμένει ακατάλυτος, γιατί υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής: Το «πριν». Οι σχέσεις που αναπτύξαμε ως φίλοι και συμμαθητές τα χρόνια της παιδικής αθωότητας και της ευλογημένης στέρησης, ήσαν απαλλαγμένες από κάθε λογής σκοπιμότητες και μικροσυμφέροντα.

Ας μου επιτραπεί μια προτροπή προς όλους σας.
Κάντε αυτό που κάναμε εμείς το 2005. Ξαναβρεθήκαμε μαζί ύστερα από 35 χρόνια, πάνω από 60 συμμαθητές και οι συμμαθήτριές μας, έρχονται σιγά σιγά κι αυτές.
Ήλθαμε από κάθε σημείο της Πρωτεύουσας αλλά και από την επαρχία, και από το εξωτερικό ακόμη, για να δούμε ο ένας τον άλλο, να τραγουδήσουμε, να θυμηθούμε, να «…να βγάλουμε ψεύτη το χρόνο τον κλέφτη, να μείνουμε πάντα παιδιά», όπως λέει εκείνο το παλιό τραγούδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: